Εργατικός Αγώνας

Περπατώντας στη «γειτονιά των αγγέλων» του λαού μας …

Γράφει η Δώρα Μόσχου.

Ο «άγιος Φεβρουάριος» είναι ένας σκληρός μήνας, γεμάτος από επετείους αναχωρήσεων για το μεγάλο ταξίδι στη λαϊκή μνήμη ανθρώπων που σημάδεψαν, ο καθένας με τον τρόπο του, το νεοελληνικό πολιτισμό: αυτό το εξαίσιο λουλούδι που άνθισε θρεμμένο με τον ιδρώτα και το αίμα του λαού μας και που τόσο πολύ περιφρονούν όσοι ταυτίζουν την ελληνικότητα με την … αδώνεια πρόσληψη του αρχαίου κόσμου.

Το κείμενο αυτό, αφιερωμένο σε τέσσερις τέτοιες επετείους και σε μια πρόσφατη απώλεια, θα προσπαθήσει να αποτίσει φόρο σε αυτά τα πρόσωπα που, το καθένα τους αποτελεί μια ψηφίδα στο πολύχρωμο ψηφιδωτό του πολιτισμού που δημιούργησε ο λαός μας. Χωρίς να ιεραρχήσω την προσφορά τους, θα πω δυο λόγια για τον καθένα από αυτούς με βάση τη χρονολογική σειρά του θανάτου τους∙ αν και, θαρρώ, ότι ως προς το πρώτο τουλάχιστον όνομα, η ιεράρχηση είναι διαδομένη κι αυτονόητη.

 

               Α. «Μήγαρις έχω τίποτις άλλο στο νου μου πάρεξ ελευθερία και γλώσσα;» Διονύσιος κόμης Σολωμός. (Ζάκυνθος, 8 Απριλίου 1798 – Κέρκυρα, 9 Φεβρουαρίου 1857).

Στις 9 Φεβρουαρίου του 1957, στην αγγλοκρατούμενη ακόμα Κέρκυρα, φεύγει από τη ζωή, μετά από ένα βαρύ εγκεφαλικό επεισόδιο, ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές που έγραψαν ποτέ στην ελληνική γλώσσα και που το αλάθητο κριτήριο του λαού μας τον επέβαλε ως εθνικό ποιητή: ο Διονύσιος Σολωμός. Ο άνθρωπος που διάλεξε πατρίδα, γλώσσα και τάξη: ο αριστοκράτης στην καταγωγή που αρνήθηκε την τάξη του, επειδή δεν ήθελε τη μεγάλη επανάσταση των ελλήνων και τη χλεύασε στο σπουδαίο πεζό του «Η γυναίκα της Ζάκυθος»∙ ο ιταλοθρεμμένος κόντες που αποφάσισε να γράψει στη γλώσσα της μάνας του για να υμνήσει την ίδια αυτή επανάσταση∙ ο μοναχικός άνθρωπος, με τη θλιβερή οικογενειακή ζωή και τη σκοτεινή ερωτική που είχε «όλες τις αρετές του μεγάλου ποιητή και όλα τα ελαττώματα του άεργου αριστοκράτη», όπως έγραψε ο μελετητής και θαυμαστής του Κώστας Βάρναλης, αλλά και που, μέχρι το τέλος της ζωής του ειρωνευόταν την αγγλοκρατία και στήριζε τους αγωνιστές για την ελευθερία και την ενοποίηση της δεύτερης πατρίδας του, της Ιταλίας.

                Αυτός ο θαυμαστός αντιφατικός άνθρωπος, που σπάνια ολοκλήρωνε τα έργα του (αποτέλεσμα του ιδιόρρυθμου ψυχισμού του; τελειομανία;) είναι, κατά τη γνώμη μου, ένας από τους τρεις στυλοβάτες της νέας ελληνικής ποίησης, μαζί με τον προγενέστερό του (και, σε πολλά πράγματα, συγγενή του ως προς το πολιτισμικό φορτίο που μεταφέρει) Βιτσέντζο Κορνάρο και τον μεταγενέστερό του, Γιάννη Ρίτσο. Ανάμεσα, βέβαια στο Σολωμό και στο Ρίτσο, παρεμβαίνουν, σαν συνδετικοί κρίκοι, ο Παλαμάς και ο Βάρναλης. Ο καθένας στον καιρό του εξέφρασε τις μεγάλες ιστορικές μεταβάσεις: ο Κορνάρος τη μετάβαση από τον κόσμο του Μεσαίωνα στον κόσμο της Αναγέννησης και τις αξίες του∙ ο Ρίτσος την εποποιϊα της εργατικής τάξης στον 20ο αιώνα∙ στη μέση, ο Σολωμός, την πορεία προς την εθνική χειραφέτηση και τη συγκρότηση του έθνους – κράτους. Οι δεκαπεντασύλλαβοί τους είναι η σκυτάλη που παραδίνει ο ένας στον άλλο, μαζί με τις πρωτοπόρες αξίες κάθε καιρού.

                Ακόμη και από τα σπαράγματα που έχουν διασωθεί από το έργο του Σολωμού (και εδώ πρέπει να συνυπολογίσουμε ότι στο τί σώθηκε και τί όχι, έχει βάλει το … χεράκι του, ο στενός φίλος και μαθητής του Ιάκωβος Πολυλάς) αντιλαμβανόμαστε τη μεγάλη αξία της ποίησής του. Μια άλλη, λιγότερο γνωστή πλευρά του ποιητή, είναι εκείνη του λόγιου, του διανοητή. Αυτή η πλευρά φαίνεται τόσο στους «Στοχασμους», τα σχόλια που γράφει ο ίδιος στα περιθώρια των ποιημάτων του, και στα ελληνικά αλλά και στα ιταλικά, (γλώσσα που χειριζόταν επίσης με αξιοσημείωτη άνεση) όσο και στο σπουδαίο του έργο «Διάλογος», ένα πραγματικό μανιφέστο του Σολωμού υπέρ της λαϊκής, της ομιλούμενης γλώσσας. Στο έργο αυτό, ο «Ποιητής», λογοτεχνική περσόνα του ίδιου του Σολωμού, συνδιαλέγεται με ένταση με το «Σοφολογιώτατο», που ίσως απηχεί τον Αδαμάντιο Κοραή και τις απόψεις του περί «καθαρότητας» της γλώσσας. Στη συζήτηση, ο πρώτος κατατροπώνει το δεύτερο με ατράνταχτα επιχειρήματα που θα στέκονταν θαυμάσια και σε μια συζήτηση σύγχρονων γλωσσολόγων. Ο θαυμασμός και η πίστη στις ανεξάντλητες δυνάμεις του λαού και στη δυνατότητα τους αγώνα του να τσακίσει μιαν αυτοκρατορία και να ανατρέψει τους ισχύοντες συσχετισμούς δύναμης (τί επίκαιρο, στ` αλήθεια, δίδαγμα και για το σήμερα!) δεν μπορεί παρά να συμβαδίζει με το σεβασμό στη ζωντανή λαλιά του, με την οποία ο ίδιος τραγουδά τους αγώνες του. Στις μέρες μας, κι ενώ το γλωσσικό ζήτημα θα έπρεπε να είναι λυμένο, μέσα στα πλαίσια μιας γενικότερης συντηρητικοποίησης της ελληνικής κοινωνίας και μιας προσπάθειας αναβίωσης των πιο παρωχημένων ιδεολογημάτων, επανέρχεται με έμφαση και το ζήτημα της αναβίωσης της καθαρεύουσας. Γι` αυτό το λόγο, θεωρώ σκόπιμο να παραθέσω ένα απόσπασμα από το «Διάλογο», κλείνοντας με αυτό τη σύντομη αυτή αναφορά στο μεγάλο ζακυνθινό:

(…) Εσύ ομιλείς για ελευθερία; Εσύ, οπού έχεις αλυσωμένον τον νουν σου από όσες περισπωμένες εγράφθηκαν από την εφεύρεσι της ορθογραφίας έως τώρα, εσύ ομιλείς για ελευθε­ρία; Είδαμε το όφελος, όπου εκάμετε με τα φώτα σας εις την επανάστασι της Ελλάδας· ακούσαμε ποιητάδες ανόητους, ‘που ήθελαν να αθανατίσουν τους Ήρωες και οι ‘παινεμένοι Ήρωες Δεν εκαταλάβαιναν λέξι· ακούσαμε πεζούς σκοτεινόμυαλους, οι οποίοι επροσπαθούσαν να ανάψουν φλόγα πολέμου εις τον λαό, και αρχινούσαν με τη λέξη Προτροπή. (…) Ω Σοφολογιώτατοι! αυτά είναι τα μαθήματα, οπού τους δίνετε, και θέλετε να τους φωτίσετε! τόσο κάνει να τους φωτίσετε με μία φούχτα στάχτη στα μά­τια! Σας δίνω όμως την είδηση ότι ετέλειωσε το βασίλειόν σας εις την Ελλάδα με των Τούρκων το βασίλειο. Ετέλειωσε, και ίσως αναθεματίστε την ώρα της Επαναστάσεως· όχι, όχι, η Ευρώπη, οπού έχει προση­λωμένα εις εμάς τα μάτια της, για να ιδή τι κάνουμε τώρα, όπου συντρί­βουμε τες άλυσες της σκλαβιάς δεν θέλει μας ιδή ποτέ να υποταχθούμε εις τριάντα τυράννους ξύλινους!

(…)

Να αλλάξης τη γλώσσα ενός λαού! Σύρε, λοιπόν, τριγύρισε την Ελλάδα, σύρε ναύρης την κόρη, και πες της με τι λόγια πρέπει να λέγη ότι η ευμορφότερη ευμορφιά του κορμιού της είναι η τιμή· άμε ναύρης τους πολεμάρ­χους, ψηλάφησέ τους τες λαβωματιές, και πες τους ότι πρέπει να τες λεν τραύματα· άμε ναύρης τον ασπρομάλλη, ο οποίος θυμάται πόσον αίμα μάς ερούφηξεν ο Αλής, και ‘πες του με τι λόγια πρέπει να παρασταίνη βρέφη, παρθένες, γέροντες αδικοσκοτωμένους εξήντα χιλιάδες· άμε ναύρης τους δυστυχέστατους Χιώτες, οι οποίοι παραδέρνουν εδώ κ’ εκεί, και όταν κουρασθούν κάθονται, ίσως, εις κανένα έρημο ακρογιάλι και ψάλλουν με λόγια ‘δικά τους, «επί τον ποταμόν Βαβυλώνος εκεί εκαθίσαμε και εκλαύσαμε».

(…)

Άλλην έγνοια, δεν έχετε παρά να διακονεύετε λέξες με τα κεφάλια σας· και τα κεφάλια σας είναι άλαλα και ξερά, ωσάν τα κρανία, ‘που κοιμούνται στα χώματα. Θέλει άλλο παρά λέξες διακονεμένες για να ωφελήσης έναν λαό, ο οποίος πολεμάει για την ελευθερία, οπού έχασε από αιώνες, και κάνει τέρατα! Είναι δύο φλόγες, διδάσκαλε, μία στο νου, άλλη στην καρδιά, αναμμένες από τη φύσι εις κάποιους ανθρώπους οι οποίοι εις διάφορες εποχές διαφορετικά μέσα μεταχειρίζονται για ν’ απολαύσουν τα ίδια αποτελέσματα· και από τη γη πετιούνται στον ουρανό, και από τον ουρανό πετιούνται στον Άδη, και ζωγραφίζουν εικόνες και πάθη, παρόμοια μ’ εκείνα, οπού είναι σπαρμένα από τη φύσι στον κόσμο· και αγαπούν και σέβονται, και λατρεύουν την τέχνη τους, ωσάν το πλέον ακριβό πράγμα της ζωής, και ομοιώνονται με τα συμβεβηκότα, ‘που πε­ριγράφουν, και κάνουν τους άλλους και γελούν, και κλαίουν, και ελπί­ζουν, και φοβούνται, και δειλιάζουν, και ανατριχιάζουν, και δεν αφίνουν αναίσθητες παρά τες πέτρες και σε».

 

Β. «΄Ημουνα μάγκας μια φορά…». Μάρκος Βαμβακάρης (Άνω Σύρος, 10 Μαϊου 1905 – Αθήνα, 8 Φεβρουαρίου 1972).

Στις 9 Φεβρουαρίου του 1972, πεθαίνει ο «πατριάρχης» (ή μάλλον … «πάπας») του ρεμπέτικου και λαϊκού μας τραγουδιού, ο μεγάλος Μάρκος Βαμβακάρης. Ο Μάρκος γεννήθηκε το 1905 στην ΄΄Ανω Σύρο από φτωχή καθολική οικογένεια: ο πατέρας του προμήθευε κάρβουνο στο Νεώριο της Σύρου και η μάνα του δούλευε στις ανθούσες ακόμα βιομηχανίες του νησιού, στις κλωστοϋφαντουργίες και στα βυρσοδεψεία, παίρνοντας πολλές φορές μαζί της το μικρό Μάρκο.

Ο Μάρκος με τη λαϊκή καταγωγή, γεννήθηκε και μεγάλωσε «διαφορετικός», «μειονοτικός», λόγω του δόγματός του. Οι ντόπιοι έλληνες καθολικοί, σύμφωνα με τον επίσημο ιστότοπο της Καθολικής Εκκλησίας της Ελλάδας, ανέρχονταν, το 1990, σε 50.000. Από αυτούς, οι 8.000 είναι συριανοί. Αυτό το μικρό αιγαιοπελαγίτικο διαμάντι που είναι η Σύρος (και που έχει παίξει σημαντικό ρόλο και στην ανάπτυξη του εργατικού κινήματος) έχει μια θρησκευτικοκοινωνική ιδιαιτερότητα: είναι το μόνο μέρος της Ελλάδας με συμπαγή καθολικό πληθυσμό που, όμως, δεν είναι κατακτητικής προέλευσης. Η καθολική κοινότητα της Σύρου υπάρχει πριν από τη φραγκική κατάκτηση του 1204. Τα μέλη της ήταν φτωχοί άνθρωποι, ξωμάχοι, και όχι απόγονοι φεουδαρχών, ιπποτών και κατακτητών, όπως συμβαίνει ακόμα και στην πολύ κοντινή Νάξο. Η Ερμούπολη δημιουργήθηκε μόλις το 19ο αιώνα, από χιώτες και ψαριανούς πρόσφυγες που, έχοντας διασώσει κάποια κεφάλαια, ή έχοντας συγγενείς με κεφάλαια στο εξωτερικό, ίδρυσαν εξ αρχής μια πόλη αφιερωμένη στο εμπόριο και στη ναυτιλία, μια πόλη αφιερωμένη στον Κερδώο Ερμή. Η Σύρος είναι λοιπόν η μόνη περιοχή της Ελλάδας όπου η ορθοδοξία ήταν το δόγμα των εύπορων και ο καθολικισμός ήταν πληβειακός. Ο Εμμανουήλ Ροϊδης, στο περίφημο διήγημά του «Ψυχολογία συριανού συζύγου», ως πλούσιος ερμουπολίτης, αντιμετωπίζει με ταξική περιφρόνηση τη θέα της Άνω Σύρου, όπως τη βλέπει από το παράθυρο του αρχοντικού του. «Με φώναζαν φράγκο και σκυλόφραγκο» θα γράψει ο Μάρκος στα Απομνημονεύματά του, ενθυμούμενος μια φράση που ενώνει την ταξική περιφρόνηση με την απαξίωση του άλλου δόγματος (ίσως ερμηνεύσιμη, σε άλλες περιοχές της Ελλάδας, όπου ο καθολικισμός υπήρξε ιστορικά δόγμα των κυριάρχων ή της άρχουσας τάξης).

Ο Μάρκος έζησε και δημιούργησε στον Πειραιά, όπου δούλεψε γαιανθρακεργάτης, λιμενεργάτης και εκδοροσφαγέας. Μαζί με το σμυρνιό Ανέστο Δελιά, το Στράτο Παγιουμτζή από το Αϊβαλί και το Γιώργο Μπάτη από τα Μέθανα συγκρότησαν το λαϊκό μουσικό συγκρότημα «Τετράς η ξακουστή του Πειραιώς». Αυτό το μουσικό σχήμα δημιούργησε το λεγόμενο «πειραιώτικο» ρεμπέτικο.

Το δόγμα του Βαμβακάρη αλλά η λαϊκή του καταγωγή καθόρισαν την προσφορά του στο λαϊκό τραγούδι. Λέγεται ότι οι περισσότεροι από τους πρωτεργάτες του ρεμπέτικου υπήρξαν ψάλτες στις εκκλησίες του χωριού τους ή της γειτονιάς τους. Το κλασικό σμυρναίϊκο, ανατολίτικο ρεμπέτικο κρατά πολλά στοιχεία από τη βυζαντινή μουσική. Ο καθολικός Μάρκος, – που επηρεάστηκε πάντως και από πρόσφυγες μουσικούς που κατέφυγαν στη Σύρο – με βάση μια προσωπική αισθητική, διαμορφωμένη μακριά από το βυζαντινό μέλος∙ το «καθάρισε» από τα πολλά μακρόσυρτα ανατολίτικα στοιχεία, το έκανε πιο εύρυθμο, του έδωσε μια πιο στέρεη αλλά και πιο διαλεκτική θέση (με την έννοια της ενότητας των αντιθέτων) ανάμεσα στη δύση και στην ανατολή. Να σημειωθεί δε ότι ο ίδιος δεν είχε κανενός είδους μουσική παιδεία, δεν γνώριζε τη μουσική των Ωδείων, δεν γνώριζε την όπερα (μουσικά είδη πολύ διαδομένα και αγαπητά στο κατ` εξοχήν «δυτικό» – και όχι μόνο γεωγραφικά – κομμάτι του ελλαδικού χώρου, τα Ιόνια νησιά).. Όπερα υπήρχε στην Ερμούπολη – το θέατρο «Απόλλων» (εφάμιλλο αρχιτεκτονικά της Σκάλας του Μιλάνου, όπως επαίρονται να λένε – λίγο υπερβολικά οπωσδήποτε – οι συριανοί) αλλά αυτό απευθυνόταν στην εύπορη, ορθόδοξη κοινότητα του νησιού!

Από την άλλη, ο Μάρκος μεγάλωσε και ανδρώθηκε στις δυο προλεταριακές πρωτεύουσες της χώρας, τα δυο μεγάλα λιμάνια της, την Ερμούπολη και τον Πειραιά, μέσα σε ένα ανθρώπινο περίγυρο αποτελούμενο από προλετάριους, από άνεργους, από ανέστιους και πρόσφυγες, από ευκαιριακά εργαζόμενους, ακόμα και από λούμπεν στοιχεία με ροπή προς τη χρήση ουσιών. Η ζωή αυτού του κόσμου, με τις μικροχαρές, τις λύπες και τους έρωτές του (κυρίως αυτούς) αποτυπώνεται στα τραγούδια του, με απροσδόκητο λυρισμό, με χάρη, με πνεύμα αλλά και με λεβεντιά. Τολμώ να πω με ταξική λεβεντιά: Έτσι, το ρεμπέτικο απόκτησε λαϊκότητα και ταξικότητα∙ μέχρι εκεί όμως. Γιατί το φλερτ αυτού του κόσμου που – αντικειμενικά – αποτελούσε κομμάτι της εργατικής τάξης – με τις ουσίες και τις εξαρτήσεις δεν βοηθούσε στην ολοκλήρωση της ταξικής του συνείδησης – πράγμα που αποτυπώθηκε και στη μουσική μέσα από την οποία ο κόσμος αυτός εκφράστηκε. Πάντως, το πειραιώτικο ρεμπέτικο άργησε πολύ να γίνει αποδεκτό ως «νόμιμο» μουσικό είδος, ακόμα περισσότερο από το σμυρναίϊκο, ενώ και η δικτατορία Μεταξά κυνήγησε απηνώς τους ρεμπέτες.

      Αλλά και η προοδευτική, η ριζοσπαστική διανόηση άργησε ν` αποδεχτεί το είδος, εστιάζοντας κυρίως στα λούμπεν στοιχεία των στίχων του αλλά και της ζωής των δημιουργών. Μέχρι που, το 1958, ο Μάνος Χατζιδάκις τολμηρός πάντα και προκλητικός, παρουσίασε το Μάρκο Βαμβακάρη στον «Ορφέα», αποκαλώντας τον «Μπαχ της Ελλάδας». Την ίδια χρονιά, ο Μίκης Θεοδωράκης θα μελοποιήσει τον «Επιτάφιο» του Γιάννη Ρίτσου, πατώντας σε λαϊκούς δρόμους, στο ζεϊμπέκικο,, το χασάπικο, το χασαποσέρβικο. Κάπως έτσι, γεννιέται το έντεχνο λαϊκό τραγούδι: τα λαϊκά στρώματα των πόλεων έχουν βρει από χρόνια, μέσα από το ρεμπέτικο, τον ήχο τους∙ τώρα πια, ο ήχος αυτός διασταυρώνεται με την εργατική τάξη και το κίνημά της, ενώ ντύνει την ποίηση των μεγάλων μας ποιητών. Όταν λοιπόν ακούμε τα μεγάλα έργα των σπουδαίων συνθετών μας, του Θεοδωράκη, του Χαζιδάκι, του Ξαρχάκου, του Μαρκόπουλου και άλλων, συγχρόνων τους ή και νεότερων, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι, πίσω από αυτά, σαν τα λούλουδα του κάμπου λάμπουν πάντα τα ματόκλαδα μιας ταπεινής, ανώνυμης φραγκοσυριανής, ή μιας αλεξαντριανής φελλάχας …

 

Γ. «Γέροντας ναύτης με τα χέρια πισσωμένα – βάρκα φορτώνει με την πιο φτηνή πραμάτεια». Νίκος Καββαδίας (Χαρμπίν Μαντζουρίας, 11 Ιανουαρίου 1910 – Αθήνα, 10 Φεβρουαρίου 1975).

Ο Νίκος Καββαδίας, ο «ποιητής της θάλασσας». ήταν πρώτα – πρώτα εργάτης της θάλασσας, ασυρματιστής στα καράβια. Γεννήθηκε στο Χαρμπίν της Μαντζουρίας από κεφαλλονίτες γονείς. Ο πατέρας του, Χαρίλαος, είχε ρωσική υπηκοότητα και διατηρούσε επιχείρηση εισαγωγών – εξαγωγών. Η Οκτωβριανή Επανάσταση στάθηκε η αιτία για να χάσει η οικογένεια την περιουσία της και να επιστρέψει στην Ελλάδα. Ο Νίκος Καββαδίας όχι μόνο «συγχώρεσε» τους μπολσεβίκους για τις περιπέτειές του αυτές αλλά και έμεινε ιδεολογικά φίλος του λαϊκού κινήματος, μέχρι το τέλος της ζωής του, κάτι που αποτυπώνεται με πολύ ιδιαίτερο τρόπο στην ποίησή του.

      Η πρώτη του ποιητική συλλογή, το «Μαραμπού» (που του χάρισε και το προσωνύμιο με το οποίο έγινε γνωστός στην ελληνική λογοτεχνική αργκό) κυκλοφόρησε το 1933. Τα πρώτα αυτά ποιήματα, επηρεασμένα από τη ζωή των ναυτικών, δεν είναι «πολιτικά» ποιήματα, με την έννοια της άμεσης καταγγελίας των σκληρών συνθηκών ζωής και δουλειάς των ναυτεργατών∙ γι` αυτό το λόγο, ο Καββαδίας κατηγορήθηκε, κυρίως από τους προοδευτικούς λόγιους και κριτικούς της λογοτεχνίας για εστετισμό και για αδιαφορία απέναντι στα προβλήματα των συναδέλφων του∙ κριτική εξαιρετικά αυστηρή και άδικη. Το «Μαραμπού» χαρακτηρίζεται αναμφίβολα από την αγάπη για τη φυγή και τους ανοιχτούς ορίζοντες, καθώς και από μια εμμονή με τις δυσάρεστες όψεις της ζωής. Δεν είναι όμως μόνο έτσι: μέσα στους στίχους του «Μαραμπού» ανασαίνει ένας κόσμος με περιθωριακές συμπεριφορές αλλά που δεν είναι καθόλου περιθωριακός: αντίθετα, αποτελεί οργανικό κομμάτι της εργατικής τάξης. Αυτόν τον κόσμο, περιγράφει με συμπάθεια και ανεκτικότητα ο Καββαδίας. Ο ναυτικός του πρώτου ποιήματος της συλλογής που συναντά την εξιδανικευμένη γυναίκα της νιότης του πόρνη στη Μασσαλία∙ ο δόκιμος που περιμένει το πλοίο να βουλιάξει και κλαίει τα «αμαρτωλά» νιάτα και τα όνειρά του, που δεν θα πραγματοποιηθούν∙ ο νορβηγός πιλότος Νάγκελ, ο καλοκάγαθος Γουϊλι («ο μαύρος θερμαστής από το Τζιμπουτί»)∙ ο γερμανός πλοίαρχος Φλέτσερ που έριξε το καράβι του στο Ταίναρο και πέθανε τρελός στον Πειραιά∙ οι ανώνυμοι ναυτικοί που προσεύχονται κατά τον τρόπο του τόπου τους, υιοθετούν μαϊμούδες και γάτες, καπνίζουν χασίς και γλεντάνε θλιβερά στα λιμάνια: όλοι αυτοί είναι φιγούρες μιας πολύ υπαρκτής και πολύ σκληρής πραγματικότητας, χωρίς κανένα καλλωπισμό.

Ο Β` Παγκόσμιος Πόλεμος εξαναγκάζει το Νίκο Καββαδία να εγκαταλείψει την αγαπημένη του θάλασσα. Στρατεύεται, πολεμά στην Αλβανία και, στη διάρκεια της κατοχής, συμμετέχει ενεργά στην αντίσταση, μέσα από τις γραμμές του ΕΑΜ. Για ένα διάστημα μάλιστα διετέλεσε γραμματέας του ΕΑΜ Λογοτεχνών. Από αυτή την εποχή της ζωής και της δημιουργίας του, προκύπτουν 3 εξαιρετικά ποιήματα, τα οποία ωστόσο δεν έχει συμπεριλάβει σε καμμιά από τις τρεις ποιητικές του συλλογές. Το πρώτο τιτλοφορείται «Αθήνα 1943», το δεύτερο δημοσιεύεται το `44 στο περιοδικό «Νέα γενιά», όργανο του Κεντρικού Συμβουλίου της ΕΠΟΝ και ονομάζεται «Στον τάφο του Επονίτη», και το τρίτο, «Αντίσταση», δημοσιεύτηκε στις 10 Αυγούστου του 1945, στο φύλλο 14 του περιοδικού «Ελεύθερα Γράμματα». Το εξαιρετικό αυτό ποίημα περιγράφει ολόκληρη σχεδόν την ιστορική πορεία των δέκα χρόνων από την άνοδο του ναζισμού, μέχρι την εποποιία της Εθνικής Αντίστασης και τον ηρωικό Δεκέμβρη του `44.

Αν και με δηλωμένη και σαφή την πολιτική του τοποθέτηση, ο ποιητής δεν παίρνει μέρος στον αγώνα του ΔΣΕ, χωρίς όμως να αποστασιοποιηθεί από τα ιδανικά του. Το `47 εκδίδει τη δεύτερη ποιητική του συλλογή, το «Πούσι», την αρτιότερη ίσως από την πλευρά της μορφής. Στη συλλογή αυτή ανθολογείται και ένα από τα γνωστότερα και πιο αγαπημένα ποιήματά του: FEDERICOGARCIALORCA. Το ποίημα, εμπνευσμένο από τη δολοφονία του αντιφασίστα ισπανού λαϊκού βάρδου, καταγράφει την πείρα και τον πόνο από τους αγώνες και τις θυσίες του ελληνικού λαού. Σε αυτό, ενώνονται τα ιστορικά και πολιτισμικά σύμβολα των δυο άκρων της Μεσογείου: Ο ισπανοαραβικός κόσμος με την πλούσια λαϊκή παράδοση, που τόσο έντονα αποτυπώνεται στην ποίηση του Λόρκα, συναντά τον τοίχο της Καισαριανής και το μαρτυρικό, σφαγιασμένο Δίστομο, σε μια σύνθεση όπου η καταγγελία του φασισμού και του πολέμου γίνεται με όργανο το λυρισμό των συμβόλων και της ιστορικής μνήμης

                Στα χρόνια που ακολουθούν, ο ποιητής ταξιδεύει. Παρακολουθεί πάντα τα πολιτικά πράγματα της Ελλάδας, αλλά εξακολουθεί να απέχει από την ενεργή πολιτική δράση. Η τελευταία του ποιητική συλλογή, το «Τραβέρσο» εκδίδεται το 1975, μετά το θάνατό του. Η συλλογή περιλαμβάνει μερικά από τα αρτιότερα, ως προς τη μορφή, ποιήματά του, αλλά και πολλούς από τους βαθιά προσωπικούς του καημούς: κυρίως, τον πόνο του αποχωρισμού και το ερωτικό κενό.

Στο «Τραβέρσο», η αίσθηση της ιστορικής μνήμης, εισβάλλει στην ποίηση του Νίκου Καββαδία από ένα απρόσμενο μονοπάτι, από το συλλογικό υποσυνείδητο του τόπου του, της Κεφαλλονιάς και, γενικότερα, των νησιών του Ιονίου. Πρόκειται για ένα συλλογικό υποσυνείδητο βαθιά επηρεασμένο από τη μακρόχρονη βενετική κυριαρχία πάνω στα νησιά. Ο Καββαδίας αντιμετωπίζει το βενετικό κόσμο, σαν συστατικό στοιχείο της ιδιοσυγκρασίας του και σαν σημαντικό κομμάτι της συλλογικής μνήμης της ιδιαίτερης πατρίδας του, συνδιαλεγόμενος με πρόσωπα που τον οριοθετούν ή και τον συμβολίζουν, όπως ο Μάρκο Πόλο, ή ο ζωγράφος Τιτσιάνο.

Σε άλλα ποιήματα της ίδιας συλλογής, ο Καββαδίας αντιμετωπίζει την ιστορία και τους μύθους με ένα είδος βέβηλης οικειότητας: για παράδειγμα, ο μυθικός Οδυσσέας, σε ένα, μάλλον σατιρικό στιχούργημα, παρουσιάζεται ως ο αρχετυπικός κεφαλλονίτης, τετραπέρατος, καταφερτζής και … βλάσφημος.

                Στο «Τραβέρσο», ανθολογείται και το τελευταίο και ένα από τα σημαντικότερα πολιτικά ποιήματα του Νίκου Καββαδία, αφιερωμένο σε ένα από τους θρύλους του 20ου αιώνα, τον CheGuevara. Ο ποιητής αυτοπαρουσιάζεται εδώ σαν «γέροντας ναύτης», με κομμένα χέρια, μεμφόμενος τον εαυτό του για την «αποστράτευσή» του:

Ωστόσο, ο Νίκος Καββαδίας, ο σεμνός αυτός ποιητής και άνθρωπος, υπήρξε κάτι πολύ παραπάνω από ένας «γέροντας ναύτης με κομμένα χέρια» και η «πραμάτεια», η ποίησή του, δεν υπήρξε καθόλου φτηνή. Μέσα σε αυτήν, ανασαίνει ο κόσμος των «εργατών της θάλασσας»∙ τρυπώνει η ιστορία με τις μνήμες της, τα σύμβολά της, τις αποτυπώσεις της στο συλλογικό υποσυνείδητο∙ αλλά και οι αγώνες των λαών και η καταγγελία του φασισμού έχουν τη δική τους, σημαντική θέση, τοποθετώντας το έργο του Νίκου Καββαδία ανάμεσα στα τιμαλφή της νεότερης ελληνικής ποίησης.

 

Δ. «Ένα κερίν αυτούμενο εκράτουν κι έσβησέ μου». Νίκος Ξυλούρης (Ανώγεια, 10 Ιουλίου 1936 – Πειραιάς, 8 Φεβρουαρίου 1980).

Ανάμεσα στους σπουδαίους ερμηνευτές που δάνεισαν τη φωνή τους στα έργα των μεγάλων ελλήνων συνθετών και στη μεγάλη ποίηση, αλλά και – κυρίως – στο λαϊκό κίνημα, ξεχωριστή θέση κατέχει ένα παλληκάρι από τ` Ανώγεια της Κρήτης που έφυγε πολύ νέος από τη ζωή: ο Νίκος Ξυλούρης. Ο «Ψαρονίκος» καταγόταν από μια ανωγειανή οικογένεια που έχει δώσει – και εξακολουθεί να δίνει – σημαντικούς λαϊκούς μουσικούς. Το νεαρό παιδί που ξεκίνησε την καριέρα του παίζοντας σε κρητικά πανηγύρια, σε γάμους και σε βαφτίσια, διασταύρωσε κάποια στιγμή το δρόμο του με τον – επίσης κρητικό – Γιάννη Μαρκόπουλο. Η συνεργασία τους στα «Ριζίτικα», στο «Χρονικό», στην «Ιθαγένεια», μπόλιασε το έντεχνο ελληνικό τραγούδι με έναν αέρα φερμένο από αυτόν τον εντελώς ιδιαίτερο τόπο που είναι η Κρήτη: η Κρήτη του Γκρέκο, του Κορνάρου και του Καζαντζάκη, η Κρήτη του Μάνου Κατράκη, της Γαλάτειας και της Έλλης Αλεξίου, του Ναπολέοντα Σουκατζίδη, του καπετάν Ποδιά και των απροσκύνητων ανταρτών του Ψηλορείτη∙ αλλά και εκείνη η άλλη, η καταχθόνια, όπου πάντα ένας Μινώταυρος στο Λαβύρινθό του, τρώει τα καλύτερά της παιδιά∙ η Κρήτη των ολοκαυτωμάτων – ένα από τα οποία ανάγκασε την οικογένεια Ξυλούρη να εγκαταλείψει τα Ανώγεια.

Με τη φωνή του Νίκου Ξυλούρη, μέσα στις συνθήκες της επτάχρονης φασιστικής δικτατορίας, ένα λαϊκό αναγεννησιακό κρητικό τραγούδι, ένα τραγούδι βεντέτας, το θρυλικό «Πότε θα κάνει ξαστεριά», αναβαπτίστηκε στη μνήμη και στη συνείδηση του λαού μας και έγινε ο ύμνος της αντίστασης και της προσδοκίας – για μιαν ακόμη φορά! – ενός καλύτερου κόσμου. Το ίδιο αναβαπτίστηκαν στη λαϊκή μνήμη και συνείδηση και τα άλλα, παμπάλαια τραγούδια των κρητικών ορέων, όπου «τ` αγρίμια κι αγριμάκια» μορφοποιούν τις αγωνιστικές μνήμες του νησιού, τους ανυπόταχτους, τους αντάρτες.

Ο Νίκος Ξυλούρης ήταν η φωνή του «Μεγάλου μας τσίρκου», αυτής της νεοελληνικής εποποιίας, που λειτούργησε λυτρωτικά για την ψυχή του λαού τις παραμονές της αντιφασιστικής – αντιϊμπεριαλιστικής εξέγερσης του Πολυτεχνείου. Στο «Μεγάλο μας Τσίρκο» τραγουδήθηκε το χτίσιμο του ελληνικού έθνους, η μεγάλη του επανάσταση, η συνταγματική επανάσταση του 1843∙ τραγουδήθηκαν οι αγώνες του ελληνικού λαού ενάντια στην εξάρτηση και τις επεμβάσεις των μεγάλων δυνάμεων το 19ο αιώνα, του ιμπεριαλισμού τον 20ο. Και, αργότερα, με τη μεταπολίτευση, η φωνή του Νίκου Ξυλούρη συναντήθηκε με τον Κώστα Βάρναλη και με το Γιάννη Ρίτσο. Πριν μερικά χρόνια, σε ραδιοφωνικό αφιέρωμα που του έγινε από το Δεύτερο Πρόγραμμα, αποθησαύρισα αυτήν εδώ την πληροφορία: όταν παρουσιαζόταν σε συναυλίες το «Καπνισμένο Τσουκάλι» του Γιάννη Ριτσου, μελοποιημένο από το Χρήστο Λεοντή, ο κόσμος παραληρούσε όταν ο Νίκος Ξυλούρης τραγουδούσε με πάθος «οι ξωμάχοι κι οι προλετάριοι». Και μια μέρα, ο το παιδί από τ` Ανώγεια ρώτησε το συνθέτη: «Ίντα θα πει προλετάριοι;» Κι όταν έμαθε, πολλαπλασίασε τη συγκίνηση και το πάθος του…

Η φωνή του Νίκου Ξυλούρη έγινε ιμάντας μεταφοράς και γι` άλλες, παλιότερες μνήμες, κάποτε πιο λυρικές, μα πάντα βαθιά ελληνικές με εκείνη την ελληνικότητα που συνδέεται με το πάθος και με την εξέγερση: μας έμαθε ξανά τον Ερωτόκριτο, «του κύκλου τα γυρίσματα – π` ανεβοκατεβαίνου…» Μας ταξίδεψε στη Βενετιά και μας έδειξε τις γαλέρες τούρκων και βενετσιάνων να πολεμάνε στο Αιγαίο… Μας έβαλε «μέσα σ` ένα σινάφι πειρατικό». Κι αυτό το ταξίδι στις μνήμες, μας, μαζί με την υπόμνηση του φωτεινού μέλλοντός μας είναι η σημαντικότερη προσφορά, η σημαντικότερη παρακαταθήκη της σεμνής παρουσίας του και της σπουδαίας φωνής του στο λαϊκό μας πολιτισμό.

 

Ε. «Φεύγουν τα καλύτερά μας χρόνια…» Λουκιανός Κηλαηδόνης. (Αθήνα, 15 Ιουλίου 1943 – Αθήνα, 7 Φεβρουαρίου 2017).

Ήταν ένας απροσδόκητος θάνατος γιατί ήταν ένας από μας, ένας κοντινός της γενιάς μας∙ ίσως και γιατί ποτέ δεν πιστεύαμε ότι θα έφευγε – και όχι σε προχωρημένη ηλικία – αυτός ο πνευματώδης, ανατρεπτικός, χαριτωμένος άνθρωπος. Στις 7 Φεβρουαρίου μας αποχαιρέτησε ο Λουκιανός Κηλαηδόνης: ο άνθρωπος στον οποίο οφείλεται η μουσική επένδυση της σημαντικότερης ταινίας που έδωσε ποτέ ο ελληνικός κινηματογράφος, του «Θίασου». Ο άνθρωπος που, με εκείνο το ανατρεπτικό κόκκινο δισκάκι των «Μικροαστικών» (ανατρεπτικό τόσο ως προς το περιεχόμενο, όσο και ως προς τη … μορφή του ως αντικείμενο) χλεύασε και αποδόμησε, εν πλήρει δικτατορία, όλο το εποικοδόμημα της χούντας και όλη τη μικροαστική σαβούρα που μέσα της πνίγονταν όνειρα, ελπίδες και ιδανικά. Ο άνθρωπος που έκανε τραγούδι τις βασικές αρχές της πολιτικής οικονομίας. Ο άνθρωπος που, και όταν υμνούσε τον ήρωα κόμικ των παιδικών και εφηβικών του χρόνων, το Γιώργο Θαλάσση, άφηνε να τρυπώσει μέσα στη μουσική του η βασική μουσική φράση από τον ύμνο του ΕΛΑΣ…

Κάποτε, οι κομμουνιστές βρεθήκαμε απέναντί του: και για λόγους ιδεολογικούς, αφού ανήκε στο χώρο της ρεφορμιστικής αριστεράς, αλλά και για λόγους αισθητικούς, όταν εγκατέλειψε τις λαϊκές φόρμες για να υιοθετήσει μια τζαζίστικη αισθητική. Κι ακόμα, γιατί κρίναμε ότι έστρεψε το βλέμμα του από τη μεγάλη εικόνα στην ατομικότητα. Ίσως να είναι κι έτσι και ίσως είναι νωρίς να αποτιμηθεί το σύνολο του έργου του. Παρ` όλα αυτά (ή ίσως εξαιτίας όλων αυτών) ο Λουκιανός Κηλαηδόνης αποτύπωσε με χάρη και πνεύμα πολλές πλευρές της πιο πρόσφατης ελληνικής πραγματικότητας. Κι ακόμα, ποτέ δεν έκανε εκπτώσεις: δεν έγινε ποτέ «ένας αστός – καθεστώς» ούτε έπαψε να χλευάζει όταν στον κόσμο έμενε «ένα γουρούνι λιγότερο». Και έφυγε, αφήνοντάς μας με το νοσταλγικό άρωμα «από αγιόκλημα και γιασεμιά» και με μια λοξή ματιά πάνω στις λιγότερο ηρωικές από τις μνήμες μας, στο μικροαστό που, κακά τα ψέματα, πολλοί κουβαλάμε μέσα μας και δίνουμε μικρές ή και μεγάλες μάχες εναντίον του…

***

Ο επτανήσιος κόμης που αγκάλιασε το λαό και τη γλώσσα του∙ ο ταξιδευτής, εργάτης και ποιητής της θάλασσας∙ το συριανάκι με το μπουζούκι∙ το παιδί απ` τον Ψηλορείτη∙ και ο γόνος καλής οικογενείας της Κυψέλης που χλεύασε το μικροαστισμό μας. Πέντε καλλιτέχνες, πέντε άνθρωποι της τέχνης που υπηρέτησαν, ο καθένας με το δικό του τρόπο, με διαφορετικό βαθμό γνώσης, συνείδησης και, σε τελευταία ανάλυση, στράτευσης, το λαό μας. Πέρα από τη – σχεδόν κοινή – ημερομηνία θανάτου, αυτό είναι που τους συνδέει, η βαθιά και ουσιαστική τους λαϊκότητα. Τί σημαντικό μήνυμα για τους σημερινούς ζοφερούς καιρούς, αλλά και τι καίρια απάντηση στους λόγιους της εποχής μας που ομφαλοσκοπούν, αποσπασμένοι από μια πραγματικότητα που δεν καταδέχονται να αποτυπώσουν στο έργο τους, βυθισμένοι στο προσωπικό τους σύμπαν και αποσπασμένοι από τις αγωνίες και τις ελπίδες ενός λαού που επιδεικτικά αγνοούν! Για να το πάω ακόμα πιο μακριά: η εποχή μας, πέρα από την αδήριτη ανάγκη να αποχτήσει συγκροτημένο επαναστατικό υποκείμενο, έχει μιαν ακόμη ισχυρή ανάγκη: να αποχτήσει τον τροβαδούρο της…

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας