Εργατικός Αγώνας

Μια «συζήτηση» για τον Κεμάλ

Με αφορμή το ποίημα του Νίκου Γκάτσου «Κεμάλ» που χιλιοτραγουδήθηκε «ντυμένο» με τη μουσική του Μάνου Χατζηδάκι, ο Θανάσης Σκαμνάκης κι ο Γιώργος Πετρόπουλος έχουν μια ενδιαφέρουσα πολιτιστική και πολιτική «συζήτηση». Παρακολουθήστε τη.

 

Τι θα γίνει Κεμάλ;

Του Θανάση Σκαμνάκη.

Ο Κεμάλ είναι γνωστός. Ο νεαρός πρίγκιπας της Ανατολής, απόγονος του Σεβάχ του θαλασσινού, όπως τον έχει κατασκευάσει ο Ν. Γκάτσος, “που νόμιζε ότι μπορεί ν’ αλλάξει τον κόσμο, αλλά πικρές οι βουλές του Αλλάχ και σκοτεινές οι ψυχές των ανθρώπων” κλπ.

Σε όλη τη ζωή πάλευα μέσα μου, και παλεύω ακόμα, για εκείνο το τέλος: “αυτός ο κόσμος δεν θ’ αλλάξει ποτέ”. 

Από τη μια αντιστέκεται ο ορθολογισμός κι η προσδοκία μου, αυτός ο κόσμος θ’ αλλάξει Κεμάλ, κι από την άλλη στέκεται ο σπαραγμός “Καληνύχτα Κεμάλ”. Και μετά, σκέφτομαι πως αυτός είναι ένας ενιαίος κόσμος, σε μια αιώνια αντίφαση, ο κόσμος που ζεις, που του προσθέτεις σώμα και σκέψεις, που τον αλλάζεις επειδή τον αμφισβητείς κι επειδή, ακριβώς, αισθάνεσαι το σπαραγμό του. 

Είναι αυτό το άλλο, που δεν υπάρχει μόνο στην τέχνη, αλλά και στη ζωή μας, που κάνει τη ζωή μας ένα μέρος της τέχνης, που κάνει την τέχνη ένα μέρος της ζωής, που κάνει εν τέλει την ουσία μας. 

Αυτός ο αιώνιος διχασμός που αναζητεί μια ενότητα, μέσα κι έξω, την πικρή γεύση και την αισιοδοξία, την απόγνωση και την γλυκύτητα των ερώτων, ως μια απαίτηση για την ολική συναίσθηση της ζωής. 

Η τέχνη δίνει υπόσταση στο διχασμό αυτόν, είναι συναίσθημα, δεν έχει τυπική λογική συνεπαγωγή, δεν έχει τεκμηρίωση, κι αυτό είναι που δίνει την ουσιαστική πλευρά του κόσμου. Εκεί ανατρέπεται η λογιστική σχεδίαση των πραγμάτων, όταν ακούς “αυτός ο κόσμος δεν θ’ αλλάξει ποτέ”, και σπαράζεις περισσότερο πεισμένος πως αυτός ο κόσμος αλλάζει και θα αλλάξει.

Πώς γίνεται τα αντίθετα να ενώνονται σε τόσο βάθος;

Πώς οι σχεδιάσεις, οι λέξεις, οι συλλογισμοί κλονίζονται, διαχέονται σε ένα άλλο σχέδιο, θολώνει η ακρίβειά τους, μετασχηματίζονται ενώ δεν αλλάζουν, αποτυπώνουν άλλο από εκείνο που διατυπώνουν;

Παίρνει σιγά από το χέρι την προσδοκία μας, την περπατά ανάμεσα σε δενδροστοιχίες, σε εύφορους Ιούλιους και τρυφερές παιδικές φιλίες, αναμοχλεύει ευθυμίες, αγωνίες που μετατράπηκαν σε νοσταλγία, σχεδιάζει εικόνες του μέλλοντος, ιδέες που κάρπισαν, σκέψεις που δεν πήγαν χαμένες. Την περιδιαβάζει σε γνωστές και άγνωστες διαδρομές, την απελευθερώνει στις αριστερές αστροφεγγιές, σε δειλινά με αίσιο τέλος.

Σου δίνει μια απόγνωση να βρίσκεται, κι ύστερα σε αφήνει να ξανασχεδιάζεις στη χαρτογραφία σου εικόνες για έναν άλλο κόσμο, όπου όλα θα γίνουν.

Είχα ένα φίλο που μια ζωή με αυτόν τον τρόπο τα πάλευε, το ξέρω τώρα πια κι ας μην το είπε ποτέ. Που στεκόταν μετέωρος, ανάμεσα στον ορθολογισμό και στην πεποίθηση, στο εννοώ και στο αισθάνομαι, και βάραιναν τα μεν και τα δε να κάνουν ισολογισμό. Μια ζωή σαν πολλές αλλά και σπάνια, ανάμεσα στα αντίθετα…

Έτσι ώστε, στους καιρούς που όλοι είχαν το ερώτημα αν “άξιζε τον κόπο” στο μυαλό και το στόμα τους, εκείνος να μην παρασύρεται από το συρμό, συμβουλευόμενος τον Κεμάλ και την απόγνωση του ήχου, την αισιοδοξία του συναισθήματος, ενθυμούμενος, υποβασταζόμενος και υποβαστάζοντας εκείνους που δεν ικανοποιούνται με μονόχρωμες απαντήσεις, που μένουν πιστοί στην αμφιβολία και στην ωραιότητά τους, στην προσδοκία και την απόγνωσή τους, και δεν υποκύπτουν.  

Άκουγε “Καληνύχτα Κεμάλ” κι άκουγε μαζί τη Μαργαρίτα Περδικάρη(*) μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα να λέει “Καληνύχτα ντε!”, και ανακαλούσε μιαν επίσης καληνύχτα

“με κόκκινο γαρύφαλλο για πάντα,

στου χρόνου την ασπρόμαυρη σιωπή,

σε βλέπω στου αιώνα τη βεράντα,

να ψάχνεις την κλωστή που έχει κοπεί”.

 

Λοιπόν, Κεμάλ, τι θα κάνουμε με τον κόσμο;

 

(*) Η Μαργαρίτα Περδικάρη προέρχεται από το ομότιτλο διήγημα του Δημήτρη Χατζή στο “τέλος της μικρής μας πόλης”. Οι στίχοι στη συνέχεια είναι από την προσθήκη που έκανε η Αφροδίτη Μάνου στο τραγούδι για το Νίκο Μπελογιάννη

 

Πηγή: kommon.gr

 

«Μικρό σημείωμα»

 Του Γιώργου Πετρόπουλου.

Ο Θανάσης Σκαμνάκης, στο εξαιρετικό αυτό κείμενό του θέτει με ανθρωποκεντρικό τρόπο το φλέγον ζήτημα: Θα αλλάξει αυτός ο κόσμος ή δεν θα αλλάξει ποτέ;». Αυτή η αντίφαση ανάμεσα στο «αυτός ο κόσμος θ’ αλλάξει» κι «αυτός ο κόσμος δεν θα αλλάξει ποτέ» συμπυκνώνει όλη την πραγματικότητα σε κάθε εποχή που είναι δύσκολη και δεν φαίνεται κανένα φως από πουθενά. Τότε που νομίζεις πως όλα τελείωσαν. Τότε που πρέπει όλα να ξαναρχίσουν από την αρχή αλλά ελάχιστοι το αντιλαμβάνονται. Τέτοια είναι και η τωρινή κατάσταση που βιώνουμε. Αλλά δεν ζούμε το μαρτύριο του Σισύφου. Τώρα έχουμε μάθει πως να κυλάμε την πέτρα και τι πρέπει να αποφυγουμε για να μην γυρίσουμε από εκεί που αρχίσαμε

Θα αλλάξει ή δεν θα αλλάξει ποτέ αυτός ο κόσμος; Πρόκειται για μια αντίφαση που υπάρχει μέσα σε κάθε άνθρωπο είτε παλεύει ν’ αλλάξει τον κόσμο είτε πιστεύει πως δεν τον ενδιαφέρει και δεν ασχολείται καθόλου με αυτό το ζήτημα. Η αλήθεια είναι ότι ασχολείται αφού κάθε άνθρωπος αγωνίζεται να καλυτερέψει την ζωή του, να διευρύνει τον ζωτικό του χώρο, χωρίς απαραίτητα να συνδέει αυτή του την αγωνία με επαναστάσεις και κοινωνικά συστήματα.

Δεν πιστεύω πως υπάρχει άνθρωπος που δεν έφτασε στο σημείο να σκεφτεί, να πει ή να νιώσει ότι αυτός ο κόσμος ή η μικρή και ταπεινή ζωή του δεν θα αλλάξει ποτέ. Αν υπάρχει τέτοιος άνθρωπος που δεν το σκέφτηκε αυτός δεν είναι άνθρωπος. Κι ακριβώς γι’ αυτό, είναι ένας επικίνδυνος άνθρωπος. Η ίδια η ιστορία έχει δείξει πως δεν υπάρχει νίκη που να μην έχει διαδεχτεί ήττες- κι ορισμένες φορές κάποιες πολύ οδυνηρές ήττες. Κατά τον ίδιο τρόπο η αισιοδοξία ξεπηδάει από την απογοήτευση. Αν δεν κλάψεις δεν θα χαρείς ποτέ. Πώς θα μπορούσες να αντιληφθείς τί είναι χαρά αν δεν έχεις νιώσει την λύπη;

Αυτός ο κόσμος δεν θα αλλάξει ποτέ. Γιατί; Επειδή είναι τέλειος; Αν ήταν τέλειος δεν θα υπήρχε η ανάγκη της αλλαγής του- άρα και η διαπίστωση πως δεν θα αλλάξει. Δεν θα νοιαζόταν κανένας γι’ αυτό το ζήτημα γιατί δεν θα υπήρχε. Ο πεσιμισμός της διαπίστωσης πως «δεν θα αλλάξει» προκύπτει από την φλέγουσα ανάγκη να αλλάξει κι από μια δεύτερη διαπίστωση- σε συγκεκριμένες ιστορικές στιγμές- πως αυτό δεν είναι δυνατόν γιατί υπέρτερες δυνάμεις εμποδίζουν την αλλαγή. Συνεπώς ο ίδιος ο πεσιμισμός μας οδηγεί στην καρδιά του προβλήματος. Στο εμπόδιο της αλλαγής και στο πως θα το ξεπεράσουμε. Έτσι σιγά- σιγά περνάμε στο αντίθετο του πεσιμισμού. Πιανόμαστε από την ανάγκη της αλλαγής και σκεφτόμαστε πως θα γίνει δυνατή. Κι όταν κάνουμε βήματα προς αυτή την κατεύθυνση αισθανόμαστε πως μπορούμε να τα καταφέρουμε και αισιοδοξούμε.

Μέχρι τώρα στον Κεμάλ μιλάνε οι άλλοι για τον κόσμο. Καιρός να πιάσουμε κι εμείς κουβέντα μαζί του. Έχουμε πολλά να του πούμε.

Κι όμως θ’ αλλάξει…

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας