Εργατικός Αγώνας

Στης Ανατολής τα μέρη μια φορά κι έναν καιρό…

του Κώστα Γρηγοριάδη

15 Ιούνη, πριν από 20 χρόνια ο Μάνος Χατζιδάκις «ταξιδεύει» για τη γειτονιά των αγγέλων που είχε υμνήσει στα τραγούδια του.

Το πού γεννήθηκε το πώς μεγάλωσε έχουν χιλιογραφτεί και δεν με απασχολούν πια.

Αυτό που με απασχολεί και θα με απασχολεί για όλη μου τη ζωή είναι αυτό που κατάφερε να περάσει στον κόσμο.

 

Είτε λόγιος είναι αυτός, είτε ένας θαμώνας καφενείου.

Η μουσική μας παράδοση, το πολιτισμικό σταυροδρόμι ανατολής και δύσης μπόλιασε με χιλιάδες μουσικές παραλλαγές τις φόρμες της μουσικής και του τραγουδιού μας.

Από τον Αριστόξενο, την αρχαία Ελλάδα, το Βυζάντιο, τη Σμύρνη, το ρεμπέτικο, την κλασική, τον Καζαντζίδη μέχρι τη ροκ.

Ο Μάνος ήταν όλα αυτά, ίσως και περισσότερα, που εγώ δεν μπορώ ακόμη να κατανοήσω.

Ο Έλληνας του Όσκαρ που ενώ είχαν πουλήσει εκατομμύρια δίσκους “τα παιδιά του Πειραιά” εκείνος το αμφισβητούσε.

Το να μετρήσει κανείς τους δίσκους θέλει πολύ χαρτί και μελάνι. Πληθωρικός σε ιδέες και με έναν Γκάτσο που συμπλήρωνε το δημιουργικό του αποτέλεσμα.

Κινηματογράφος, θέατρο, διευθυντής στο τρίτο πρόγραμμα, παρεμβάσεις στη δημόσια ζωή, αγώνας ενάντια στην υποκουλτούρα και στο λαϊκισμό.

Ένας ουμανιστής που μιλούσε χωρίς να ντρέπεται για πράγματα που ήταν ταμπού.

Απαιτούσε σεβασμό στο να ακούει κανείς το έργο του, όχι από υπερφίαλο εγωϊσμό, αλλά από την ανάγκη που είχε για να επικοινωνήσει και με το τελευταίο αυτί.

Ένιωθα πάντα, ότι ο Χατζιδάκις ακόμη και όταν έφυγε από την Ελλάδα και πήγε στην Αμερική, εκτελούσε μια ακόμη αποστολή που είχε αναλάβει απέναντι στην τέχνη και την μουσική.

Ανήσυχος έφτασε να αναζητά μουσικά πεδία όπως η ροκ.

Γνωρίζει μουσικούς όπως η Γκρέις Σλικ των Τζέφερσον Αιρπλέιν και την ψυχεδελική σκηνή του Σαν Φρανσίσκο και γοητεύεται, γνωρίζει τους Μπη Τζης στην εταιρεία Ατλάντικ (την σπουδαιότερη εταιρεία δίσκων με τα μεγαλύτερα ονόματα) με αποκορύφωμα το δίσκο «Ρεφλέκσιονς» με το προγκρέσιβ ροκ συγκρότημα «Νιού Γιορκ Ροκ εν Ρολ Ενσάμπλ» όπου μέλος του ήταν ο πολύ σπουδαίος μουσικός Μάικλ Κέιμεν.

Όταν επέστρεψε μας πρόσφερε τον “μεγάλο ερωτικό” κόντρα στα μουσικά ρεύματα που κυριαρχούσαν στην χώρα στην καρδιά της χούντας.

Το να απαριθμήσεις πόσους δίσκους έκανε, πόσους τραγουδιστές δημιούργησε είναι λίγο, είναι πολύ όμως για να δεις ποιας μεγάλης καλλιτεχνικής παρέας ήταν μέλος για να καταλάβεις τι έχτισε και αυτός με τη σειρά του σε αυτό που λέμε “νεοελληνικό πολιτισμό”.

Κουν, Μινωτής, Ραλού Μάνου, Τσαρούχης και τόσοι άλλοι.

Αρχαίο θέατρο και “πορνογραφία”, τόσο τολμηρός τόσο ευφάνταστος.

Και πάντα να μιλά πολιτικά, πάντα να παρεμβαίνει αυτός ο “δεξιός” με τον ατόφιο αριστερό λόγο και πραχτική, για να θυμηθούμε τον Μπρεχτ που έλεγε πως: «αν σε ρωτήσουν αν είσαι κομμουνιστής, μη δείξεις το κομματικό σου βιβλιάριο, δείξε τις πράξεις σου» και οι πράξεις του Μάνου ήταν βαθιά αριστερές.

Ο Μάνος καλλιεργούσε την ανησυχία στους καλλιτέχνες μέχρι να φύγει πρόσφερε στους νέους μουσικούς βήμα και λόγο, οργάνωσε τους πρώτους μουσικούς αγώνες στην Κέρκυρα, παρουσίασε στην μπουάτ «Σείριος» νέους καλλιτέχνες, ενώ πριν φύγει από την ζωή δημιούργησε την ορχήστρα των χρωμάτων.

Σήμερα, με την εμφάνιση του νεοναζισμού μου έρχεται στο νου, πόσο χρόνο πίσω  είχε μιλήσει για το τι είναι ο φασισμός.

Η καινοτομία του ήταν αυτή να προβλέπει να μιλά και να αφυπνίζει με την ουσία των κειμένων του.

Και πάντα η αναφορά πρώτα και κύρια στο λαό χωρίς λαϊκίστικη προσέγγιση.

«… Και για να εξηγηθούμε, όταν λέω κάτι λαϊκό δεν το εννοώ και για τον Λαό. Κατά σύμπτωση, ο Λαός κάθε άλλο παρά λαϊκός είναι. Τα μπουζούκια, οι μπαγλαμάδες και οι ζουρνάδες, είναι η συνήθεια του. Εμένα μ΄ ενδιαφέρουν εκείνες οι λίγες, οι μοναδικές του στιγμές που ζει, χωρίς καλά-καλά να καταλαβαίνει την αλήθεια του. Είναι οι στιγμές που είναι σκέτα άνθρωπος, χωρίς την βία του Χρόνου, χωρίς την αγωνία του Χώρου, χωρίς την φθορά της Τάξης του…»

Ο Μάνος προσπάθησε να είναι αρκετά σαφής μαζί μας,

μας τίμησε αλλά δεν μας…λιβάνισε, μας αφύπνισε χωρίς να έχει ντουντούκα στο χέρι του και τέλος μας ταξίδεψε χωρίς ούτε μια φορά να μας ζητήσει να πληρώσουμε εισιτήριο.

Ε, τι άλλο να ζητήσουμε από τον Χατζιδάκι;

Εμείς το μόνο που έχουμε να κάνουμε, είναι να ζητάμε και από τα παιδιά μας να ακούμε παρέα τα τραγούδια του.

Αντί επιλόγου:

Ο άνθρωπος όσο μικρός κι αν νιώθει μπορεί να μεγαλώσει.
Όσο πικρός κι αν αισθάνεται μπορεί να γλυκάνει.
Όσο τα μάτια του είναι χαμηλωμένα, μπορεί να καταφέρει να τα σηκώσει για να κοιτάξει τον ήλιο χωρίς να τυφλωθεί
Να δει πέρα από τα σύννεφα.
Να ακούσει τη βροχή να ετοιμάζεται να πέσει, πριν ακόμη τη γεννήσει ο ουρανός.
Έτσι αισθάνομαι κάθε φορά που ακούω τις μουσικές του Μάνου Χατζιδάκι και τα λόγια των τραγουδιών του.
Η μοναδικότητα που έχουν οι μέγιστοι δημιουργοί είναι το διαρκές διαβατήριο που μας προσφέρουν για να ταξιδεύουμε σε όποιο μέρος ονειρευόμαστε.
Καλημέρα Μάνο κι αυτός ο κόσμος δε θα αργήσει η μέρα που θα αλλάξει.

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας