Εργατικός Αγώνας

Κώστας Βάρναλης: Ο Οδηγητής – Ποιητής της εργατιάς

Σαράντα χρόνια από το θάνατο του

Γράφει ο Γιώργος Πετρόπουλος

Ήταν Δευτέρα 16 Δεκεμβρίου 1974, το απόγευμα και το θέατρο «Αλίκη» είχε πλημμυρίσει, μέσα κι έξω από κόσμο. Τόσος κόσμος που ήταν αδύνατο να χωρέσει ακόμη και σε άλλο χώρο με διπλάσια και τριπλάσια χωρητικότητα. Χρειαζόταν στάδιο έγραψαν την άλλη μέρα οι εφημερίδες.

Τούτος ο κόσμος είχε έρθει να τιμήσει έναν δικό του άνθρωπο, τον μπάρμπα Κώστα. Έναν δικό του ποιητή, τον φιλόσοφο ποιητή της εργατικής τάξης Κώστα Βάρναλη. Ήταν μια εκδήλωση, οργανωμένη από την Ένωση Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών προς τιμή του αρχαιότερου μέλους της, διότι ο τιμώμενος Κώστας Βάρναλης είχε υπηρετήσει τις τέχνες και τα γράμματα όχι μόνο ως μεγάλος ποιητής αλλά και ως εξαίρετος δημοσιογράφος, του οποίου οι επιφυλλίδες από στην ΠΡΩΙΑ, στο ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ και την προδικτατορική ΑΥΓΗ είχαν αφήσει εποχή.

Την εκδήλωση προλόγισε ο πρόεδρος της Ένωσης Σπύρος Γιαννάτος ενώ ο πρόεδρος του ΕΔΟΕΑΠ Γ. Καράτζας μίλησε για το Βάρναλη – Δημοσιογράφο. Στη συνέχεια στο βήμα ανέβηκε ένας άλλος μεγάλος ποιητής, ο Νικηφόρος Βρεττάκος. Ο ομιλητής- όπως έγραψε την άλλη μέρα ο Ριζοσπάστης[1], εξέτασε το έργο του Βάρναλη στο σύνολό του, αρχίζοντας από την εποχή που ξεκίνησε μαζί με τον Καζαντζάκη και το Σικελιανό. «Ήταν- είπε- μια εποχή που παρουσίαζε μεγάλα κενά εξαιτίας της κρίσης των παλιών αξιών που στήριζαν ως τότε την πίστη του κόσμου. Ο Βάρναλης συντάχθηκε με τις νέες ιδέες που υπόσχονταν έναν αταξικό καλύτερο κόσμο παίρνοντας με την τέχνη του θέση μάχης απέναντι στο κοινωνικό κατεστημένο, το γιομάτο από αδικίες και αθλιότητες». Ο Βρεττάκος έκανε ευρεία αναφορά στη ζωή και στο έργο του Βάρναλη και κατέληξε λέγοντας: «Ο ποιητής σεβάστηκε τα εμπόδια που του έβαζε η συνείδησή του κι έμεινε στο χώρο του χρέους του, όπως έμειναν όλοι οι έντιμοι ‘‘προπηλακισθέντες και εμπτυσθέντες’’ και όχι μόνο τα σύμβολά του , ο Προμηθέας, ο Ιησούς και ο Σωκράτης».

Την εκδήλωση χαιρέτισαν ο Στέφανος Πεσματζόγλου, παλιός διευθυντής της εφημερίδας ΠΡΩΙΑ και πρώτος διευθυντής του Βάρναλη στη δημοσιογραφία, ο Γιώργης Βαλέτας και ο Γενικός Γραμματέας της Εταιρείας Ελλήνων λογοτεχνών, ο λογοτέχνης Γιάννης Μαγκλής. Ποιήματα του Βάρναλη διάβασαν οι ηθοποιοί Ελένη Χατζηαργύρη και Μάνος Κατράκης.

Ξεχωριστή στιγμή στην εκδήλωση ήταν όταν ο Γιάννης Ρίτσος διάβασε ένα ποίημα του που είχε γράψει για το Βάρναλη στα 1956, απ’ αφορμή την συμπλήρωση 50 χρόνων παρουσίας του τελευταίου στα ελληνικά γράμματα:

«Ποιητή, σ’ είδαμε πάντα στο πλευρό του λαού μας με σκέψη και με πράξη. Ο λόγος σου σπαθί, νυστέρι και φωτιά που φωτάει και φως που καίει. Σ’ είδαμε πάντα με την παλάμη σου ανοιχτή, δίπλα στ’ αυτί, για ν’ αφουγκράζεσαι πίσω απ’ τα τείχη τη στρογγυλή βουή του Ιστορικού, αναπότρεπτου ήλιου. Αυτόν τον ήλιο μας έδειξες»!

Πλησιάζοντας στο τέλος…

Ο Βάρναλης δεν μπόρεσε να παραστεί στην εκδήλωση για λόγους υγείας. Το βράδυ της Τετάρτης 4 Δεκεμβρίου του 1974 εισήχθη επειγόντως στη Γενική Κλινική Αθηνών[2] αλλά το πρωί της ημέρας που θα γινόταν η εκδήλωση της ΕΣΗΕΑ πήρε εξιτήριο κι επέστρεψε σπίτι του, χωρίς όμως να είναι σε θέση να υποστεί την ταλαιπωρία που θα επέβαλε η παρουσία του στην, τόσο τιμητική γι’ αυτόν, βραδιά της Ένωσης Συντακτών. Όλα πάντως έδειχναν ότι είχε ξεφύγει τον κίνδυνο. Ήταν ευδιάθετος, ακμαίος κι όταν έφευγε από την κλινική ευχαρίστησε τις νοσοκόμες ζητώντας παράλληλα συγνώμη «που τις είχε κουράσει»

Μετά το τέλος της εκδήλωσης αντιπροσωπεία της ΕΣΗΕΑ τον επισκέφτηκε στο σπίτι του και του επέδωσε τιμητικό μετάλλιο ενώ λίγες στιγμές αργότερα ο ποιητής συζητούσε με οικείους του, που πήγαν στην εκδήλωση για τις εντυπώσεις τους απ’ αυτήν. Ο ίδιος εξέφρασε την ικανοποίησή του για του ποίημα του Ρίτσου αλλά και την εμπιστοσύνη που έτρεφε στο πρόσωπο του Βρεττάκου. «Το ποίημα του Ρίτσου ήταν πολύ καλό», φέρεται να είπε. Κι όταν του ανέφεραν πως ο Βρεττάκος μίλησε πολύ καλά, απάντησε: «Το περίμενα».

Λίγο αργότερα ένιωσε αδιαθεσία και παρακάλεσε τη νοσοκόμο του κ. Γαρίτη και τον σύζυγο της θετής του κόρης Ελένης, να τον αφήσουν να ξεκουραστεί. «Είμαι πολύ κουρασμένος», τους είπε.

Μια ώρα αργότερα η νοσοκόμος τον βρήκε πεσμένο στο μπάνιο, χωρίς σφυγμό και κάθιδρο. Αμέσως κλήθηκε ο γιατρός Β. Σπανός που έφτασε λίγα λεπτά αργότερα και από την εξέταση διαπίστωσε εμφραγματική δύσπνοια με όλα τα σχετικά συμπτώματα. Στις 9.45 μ.μ. ο Βάρναλης εισήχθη και πάλι στη Γενική Κλινική Αθηνών, όπου παρά τις προσπάθειες των γιατρών η καρδιά του έπαψε να χτυπά στις 9.50’ μ.μ. Ήταν πάνω από 90 ετών[3].

Στο πιο γνωστό και, ίσως, πιο σημαντικό από τα ποιητικά του έργα, στο «Φως που καίει», ο Βάρναλης έχει έναν ποιητικό πρόλογο που αναφέρεται στη Θάλασσα. Ίσως αυτό το ποίημα, με όλους τους συμβολισμούς και τα νοήματά του να εκφράζει καλύτερα τον άνθρωπο Βάρναλη μπρος στη ζωή και μπρος στο θάνατο[4]:

«Να σ’ αγναντεύω, θάλασσα, να μη χορταίνω,/ απ’ το βουνό ψηλά/ στρωτήν και καταγάλανη και μέσα να πλουταίνω/ απ’ τα μαλάματά σου τα πολλά.

Να ναι χινοπωριάτικον απομεσήμερ’, όντας/ μετ’ άξαφνη νεροποντή/ χυμάει μες απ’ τα σύννεφα θαμπωτικά γελώντας/ ήλιος χωρίς μαντύ.

Να ταξιδέβουν στον αγέρα τα νησάκια, οι κάβοι,/ τ’ ακρόγιαλα σα μεταξένιοι αχνοί/ και με τους γλάρους συνοδιά κάποτ’ ένα καράβι/ ν’ ανοίγουν να το παίρνουν οι ουρανοί.

Ξανανιωμένα απ’ το λουτρό να ροβολάνε κάτου/ την κόκκινη πλαγιά χορεφτικά/ τα πέφκα, τα χρυσόπεφκα, κι ανθός του μαλαμάτου/ να στάζουν τα μαλλιά τους τα μυριστικά.

Κι αντάμα τους να σέρνουνε στο φωτεινό χορό τους/ ως μέσα στο νερό/ τα ερημικά χιονόσπιτα- κι αφτά μες τ’ ονειρό τους/ να τραγουδάνε, αξύπνητα καιρό.

Έτσι να στέκω θάλασσα παντοτινέ έρωτά μου,/ με μάτια να σε χαίρομαι θολά/ και να ναι τα μελλούμενα στην άπλα σου μπροστά μου,/ πίσω κι αλάργα βάσανα πολλά.

Ως να με πάρεις κάποτε, μαργιόλα συ,/ στους κόρφου σου αψηλά τους ανθισμένους/ και να με πας πολύ απ’ τη μάβρη τούτη Κόλαση, μακριά πολύ κι από τους μάβρους κολασμένους…»

                                    Η ζωή και το έργο του – Περίοδος πρώτη

Ο Κώστας Βάρναλης γεννήθηκε το 1884 στον Πύργο της Βουλγαρίας αν και σε ορισμένες πηγές ως έτος γέννησής του αναφέρεται το 1883 και αλλού το 1881[5]. Ο πατέρας του καταγόταν από τη Βάρνα, ήταν τσαγκάρης και λεγόταν Γιαννάκος. Η μάνα του καταγόταν από την Αχελώ (Αγχίαλο) και λεγόταν Αλίσαβα (Ελισάβετ). Για τον τόπο καταγωγής του ο Βάρναλης αναφέρει μια πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία που φανερώνει τον εθνικιστικό μεγαλοϊδεατισμό της παπαρηγοπούλειας ελληνικής διανόησης. «Γεννήθηκα- γράφει[6]– στον πύργο της Βουλγαρίας. Βουλγαρίας! Πώς να μη θυμηθώ το μακαρίτη Παύλο Καρολίδη[7], καθηγητή της Ιστορίας στο ελληνικό Πανεπιστήμιο; Φοιτητής εγώ του έδωσα να μου υπογράψει τις αποδείξεις ακροάσεων για να δώσω τις γενικές μου εξετάσεις. Έγραψα σ’ αυτές τις αποδείξεις: ‘‘Ο φοιτητής της φιλοσοφικής σχολής Βάρναλης Κωνσταντίνος του Ιωάννου, εκ Πύργου Βουλγαρίας κ.τ.λ.’’. Μόλις ο Καρολίδης διάβασε ‘‘εκ Πύργου Βουλγαρίας’’ μου έδωσε πίσω τις αποδείξεις χωρίς να τις υπογράψει. Και μ’ ένα αγαθό και ειρωνικό μαζί χαμόγελο μου είπε: «Δεν είναι Πύργος της Βουλγαρίας!’’. Έτσι αναγκάστηκα να διορθώσω το σφάλμα μου και να γράψω ‘‘εκ Πύργου της Βορείου Θράκης’’. Αυτό το ασήμαντο επεισόδιο δείχνει τη νοοτροπία της γενιάς του 1905. Ένας σοφός καθηγητής της ιστορίας ήτανε τόσο σωβινιστής, που να θεωρεί τις λέξεις και τους τύπους ανώτερους από τις ιστορικές πραγματικότητες».

Στα 1898 ο Βάρναλης τελείωσε την έβδομη τάξη της «Αστικής Σχολής Πύργου» και συνέχισε τις σπουδές του στα Ζαφείρια Διδασκαλεία της Φιλιππούπολης. «Άμα τελείωσα τα Ζαφείρια- γράφει ο ίδιος[8]– παιδί αμούστακο δεκαοχτώ χρονώ, διορίστηκα δάσκαλος στο σκολειό του Πύργου με μισθό 600 λέβια το… χρόνο, ήγουν με 1,70 μεροκάματο!… Δεν πρόφτασα όμως να εξασκήσω τα υψηλά μου διδασκαλικά καθήκοντα. Και σ’ αυτήν την περίσταση η Μοίρα μου με κυνήγησε. Ένα κυριακάτικο απομεσήμερο λαβαίνω κάποιο συστημένο γράμμα από την κοινότητα της Βάρνας γεμάτο σφραγίδες κι επισημότητες και με την αντρέσσα γραμμένην ελληνικά… Το ανοίγω και διαβάζω πως η κοινότητα της Βάρνας το θεωρούσε τιμή της, ‘‘ότι εν των τέκνων αυτής ηρίστευσεν εις εγκυκλίους σπουδάς του’’ και μου προτείνει να με στείλει να σπουδάσω εις το ‘‘Αθήνησι Πανεπιστήμιον’’ από το κληροδότημα του Βαρναίου Νικολάου Παρασκευά Φιλολογίαν ή… Θεολογίαν. Μα γιατί η κοινότητα της Βάρνας με θεωρούσε… ‘‘τέκνον’’ της. Επειδή ο πατέρας μου ήταν από τη Βάρνα. Το επίθετο Βάρναλης θα πει Βαρναίος. Δέχτηκα να σπουδάσω φιλολογία με την κρυφή χαρά πως θα επισκεπτόμουνα τη χώρα των ονείρων μου, την Ελλάδα. Τη χώρα του αρχαίου μεγαλείου, της Σοφίας, της Ομορφιάς και της Ελευθερίας!».

Στη Φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών ο Βάρναλης θα γραφεί το 1903 και θα αποφοιτήσει το 1908. Από την ίδια σχολή ανακηρύχθηκε και διδάκτωρ. Στα 1909 πρωτοδιορίστηκε ελληνοδιδάσκαλος στην Αμαλιάδα και κατόπιν υπηρέτησε ως σχολάρχης στην Αργαλαστή, στα Μέγαρα και στην Κερατιά. Το 1912- 13 με τους Βαλκανικούς πολέμους επιστρατεύτηκε. Ο ίδιος περιγράφει με εξαιρετικό σαρκασμό την εποχή[9]: «Το Σεπτέμβριο του 1912- γράφει- η ελληνική ζωή τραντάχτηκε από τα θεμέλιά της. Η ζωή της καθημερινής ρουτίνας με τις μικρομιζέριές της, με το πολιτικό κουτσομπολιό των εφημερίδων και της Βουλής, με το γλωσσικό και το σταφιδικό ζήτημα τινάχτηκε απάνω σοβαρή κι επίσημη και πήρε ορμές και πόζες ηρωικές. Η Ψωροκώσταινα πέταξε τα κουρέλια της και την ασκήμια των πρώιμων γηρατειών της και μεταμορφώθηκε ξαφνικά σε πολεμόχαρη Αθηνά νέα κι ωραία και… σοφή… Γενική επιστράτεψη ενάντια στους ‘‘προαιώνιους’’ εχθρούς».

Το 1918 ο Βάρναλης έγινε καθηγητής του Α’ Γυμνασίου Πειραιώς και τον ίδιο χρόνο πέτυχε υποτροφία για συνέχιση των σπουδών του στο Παρίσι.

Ο Βάρναλης έκανε την πρώτη του εμφάνιση στα ελληνικά γράμματα με ποιήματα που δημοσίευσε στο περιοδικό ΝΟΥΜΑΣ του Δ. Ταγκόπουλου. Τα ίδια αυτά ποιήματα συμπληρωμένα τα περιέλαβε στην πρώτη του ποιητική συλλογή υπό τον γενικό τίτλο «ΚΗΡΗΘΡΕΣ» που κυκλοφόρησε το 1905. Βέβαια, πρώτη του ποιητική δουλειά ήταν οι «ΠΥΘΜΕΝΕΣ», μια ποιητική συλλογή που εκδόθηκε μετά το θάνατο του, αφού προηγούμενως εντοπίστηκε στο Αρχείο του Κωστή Παλαμά[10]. Ο Βάρναλης είχε στείλει τους «ΠΥΘΜΕΝΕΣ» στον Παλαμά, ζητώντας απ’ αυτόν την κριτική και τις συμβουλές του, επιθυμία στην οποία ο Παλαμάς ανταποκρίθηκε. Σ’ ένα κείμενό του, γραμμένο στα χρόνια της κατοχής απ’ αφορμή το θάνατο του ο Παλαμά, ο Βάρναλης περιγράφει ως εξής εκείνη την επαφή του με το μεγάλο δάσκαλο. «Του στειλα με το Ταχυδρομείο σ’ ένα φάκελο χειρόγραφα ποιήματά μου και τον παρακαλούσα να μου πει τη γνώμη του. Καθαρογραμμένα, καλλιγραφημένα. Αυτό είτανε το μοναδικό τους προσόν. Ύστερα από μέρες πήρα μια ‘‘βραχεία’’. Μου έγραφε: ‘‘Φίλε… συνάδελφε!’’. Πωπώ! Πήγα να τρελαθώ απ’ τη χαρά μου»[11].

Τις ΚΗΡΗΘΡΕΣ, την πρώτη δημοσιοποιημένη ποιητική συλλογή του Βάρναλη, την προλόγιζε ο ποιητής Στέφανος Μαρτζώκης,, ένας ποιητής, που όπως γράφει ο Μάρκος Αυγέρης «οι νέοι τον εκτιμούσαν πολύ για τον αρμονικό στίχο του και τον θεωρούσαν σαν έναν από τους τελευταίους αντιπροσώπους της εφτανησιώτικης σχολής»[12]. Έγραφε ο Μαρτζώκης για τον Βάρναλη σ΄ εκείνον τον πρόλογο[13]: «Ο νέος, τον οποίον παρουσιάζω, ημπορώ να το πω με μεγάλη μου χαρά, ότι είναι αληθινός ποιητής».

Μετά τις ΚΗΡΗΘΡΕΣ ο Βάρναλης δημοσιεύει ποιήματα σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής, στην ΗΓΗΣΩ, στα ΓΡΑΜΜΑΤΑ και στη ΝΕΑ ΖΩΗ της Αλεξάνδρειας, στο ΒΩΜΟ, στον ΠΥΡΣΟ, στο ΛΟΓΟ κ.α. Το 1919 δημοσίευσε στο περιοδικό ΜΑΥΡΟΣ ΓΑΤΟΣ το μεγάλο ποίημα Ο ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΗΣ που ήταν αφιερωμένο στο Ν. Πολίτη. Με τον ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΗ κλείνει η πρώτη περίοδος της ποιητικής διαδρομής του Βάρναλη. Μια περίοδος στην οποία ο ποιητής έδειξε το μεγάλο του ταλέντο αλλά το έργο του κινείται στα κυρίαρχα ιδεολογικά μοτίβο, χωρίς συγκρούσεις με τις κατεστημένες αντιλήψεις. Ο αισθησιασμός, ο διονυσιασμός, η αρχαιολατρεία, ακόμη και ο εθνικισμός είναι στοιχεία που σφραγίζουν το ποιητικό του έργο αυτής της περιόδου. Ο ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΗΣ όμως είναι το μεταίχμιο. «Αποτελεί τη σύντομη μετάβαση από την πρώτη περίοδο στη δεύτερη», γράφει ο Μ. Μ. Παπαϊωάννου. Και προσθέτει: «Ο ‘‘Προσκυνητής’’ είναι το ορόσημο, ο σταθμός. Το παλιό συνυπάρχει με το καινούργιο. Όλος ο ‘‘Προσκυνητής’’ είναι νέα ποιότητα στο έργο του Βάρναλη. Ο παλιός και έμπειρός τεχνίτης το στίχου παρατάει το μικρό ποίημα και καταπιάνεται με το έπος, το μεγάλο ποίημα το χωρισμένο σε άσματα. Το παράδειγμα του Παλαμά, το εθνικού ποιητή, μαζί ίσως και του Βαλαωρίτη, ακόμα και του Σολωμού του θρέφει τις φιλοδοξίες: Να εκφράσει το έθνος, την εποχή, να γίνει ο οδηγητής του»[14].

Για το ίδιο θέμα ο Γιάννης Κορδάτος σημειώνει[15]: «Πολλοί χαρακτηρίζουν τον ‘‘Προσκυνητή’’ μεγαλόπνοο εθνικιστικότατο ποίημα. Σωστό είναι πως ο ‘‘Προσκυνητής’’… έχει έντονη εθνικιστική νότα και ρητορικότητα, όχι όμως και σωβινισμό. Στο ποίημα υμνείται η Ελλάδα σε ολόκληρη την ιστορική της διαδρομή και σε όλες τις εκδηλώσεις της (ηρωισμός, διονυσιασμός, φύση, τέχνη, γυναίκες). Ο ‘‘Προσκυνητής’’ αποτελεί ορόσημο. Απαρχή της νέας ποιητικής δημιουργίας του Βάρναλη».

Περίοδος Δεύτερη- Ο επαναστάτης ποιητής

Ως κοινωνικός ποιητής ο Βάρναλης εμφανίζεται στα 1922 με το «ΦΩΣ που ΚΑΙΕΙ». Είχαν μεσολαβήσει οι Βαλκανικοί πόλεμοι, το μακελειό του πρώτου Παγκοσμίου πολέμου αλλά και η Μεγάλη Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση που έδωσε τεράστια αναγεννητική δύναμη στους λαούς όλου του κόσμου, φλόγισε τις ψυχές και τα μυαλά των ανθρώπων. Την περίοδο δε που Ποιητής γράφει αυτό το εκπληκτικό ποιητικό έργο η Ελλάδα βιώνει τη Μικρασιατική εκστρατεία που σε λίγο θα εξελιχθεί σε καταστροφή.

Η στροφή του Βάρναλη στην κοινωνική ποίηση γίνεται στο Παρίσι. Γράφει ο Αυγέρης[16]: «Η μεταβολή ήταν απότομη, αληθινή μεταστροφή. Στη συνείδηση του Ποιητή άλλαξε ολότελα η αντίληψη του κόσμου. Από την αισθητική αρχαϊκή και διακοσμητική λογοτεχνία προσγειώνεται ξαφνικά στη σημερινή δραματική πραγματικότητα, αφήνει τους πολυσύχναστους παλιούς δρόμους, αλλάζει πορεία κι ακολουθεί αποφασιστικά τη νέα ανθρωπότητα, που έρχεται ν’ αναγεννήσει τον τόπο. Τη συνείδηση του ποιητή από δω και πέρα θα τη γεμίσει το τρικυμισμένο πνεύμα του εικοστού αιώνα. Η μεταβολή έγινε όταν ο Ποιητής ήταν στο Παρίσι για μετεκπαίδευση. Εκεί όπως σ’ όλη την Ευρώπη είχαν ξεσπάσει τα φιλειρηνικά και κοινωνικά νέα ρεύματα, τα συγχυσμένα αισθήματα της απογοήτευσης, της διαμαρτυρίας, το πνεύμα της επανάστασης». Για το ίδιο θέμα ο Δημήτρης Γληνός έχει γράψει: «Η κρίσιμη στιγμή φυσικά από καιρό ετοιμαζότανε μέσα του. Από τον καιρό που έζησε τον βαλκανικό πόλεμο και τον εθνικό θρίαμβο. Μιαν ανταρσία, μιαν αντίθεση με τα καθιερωμένα είχε πάντα μέσα του. Τώρα, όμως, στο Παρίσι ήρθε σε αμεσότατη επαφή με τις μεγάλες κοινωνικέ αντιθέσεις. Ο Ρομαίν Ρολλάν, ο Μπαρμπύς τον επηρεάζουνε. Ακούει την κριτική των αριστερών για το μεγάλο πόλεμο. Και πέρα στο βάθος του ορίζοντα ξεχωρίζει τις τεράστιες φλόγες της ρουσικής επανάστασης»[17]. Σε τέτοιες συνθήκες εξωτερικών ερεθισμάτων και εσωτερικής πνευματικής επανάστασης γράφτηκε το ΦΩΣ ΠΟΥ ΚΑΙΕΙ.

Ο ίδιος ο Βάρναλης γράφει γι’ αυτό του το έργο[18]: «Το ‘‘Φως’’ που καίει’’ το έγραψα στην Αίγινα το Καλοκαίρι του 1921. Όμως το διάγραμμα του έργου, την κατανομή του σε τρία μέρη, τα πρόσωπα του διαλόγου και των διαφόρων λυρικών κομματιών τα είχα συλλάβει όταν ακόμη ήμουνα στο Παρίσι. Εκεί μάλιστα έγραψα και τις πρώτες στροφές από το ‘‘Τραγούδι των Ωκαιανίδων’’… Το έργο μου αυτό τυπώθηκε στην Αλεξάνδρεια από το Στέφανο Πάργα (έκδοση ‘‘Γραμμάτων’’) με το ψευδώνυμο Δήμος Τανάλιας στην αρχή του 1923. Ήτανε για τη Ελλάδα η πρώτη επαναστατική κραυγή ενάντια στο τεράστιο έγκλημα του παγκόσμιου μακελειού».

ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΚΑΕΙ, όπως ήταν επόμενο, τάραξε τα λιμνάζοντα νερά στους λογοτεχνικούς κύκλους της εποχής και προκάλεσε έντονες συζητήσεις. Ο Ξενόπουλος το χαρακτήρισε σταθμό στα ελληνικά γράμματα ενώ ο ίδιος ο ποιητής «Μάλλον αρχή»[19] εννοώντας προφανώς ότι επρόκειτο για μια νέα δική του αρχή αλλά και μια αρχή στην κοινωνική ποίηση του 20ου αιώνα. Ο Μ. Μ. Παπαϊωάννου μιλάει για αρχή «της σοσιαλιστικής μας λογοτεχνίας» που «είναι μέρος της νεοελληνικής μας λογοτεχνίας» με αποτέλεσμα- κατά τη γνώμη του- το δίκαιο να βρίσκεται με τη γνώμη του Ξενόπουλου[20]. Για τον Κορδάτο με το ΦΩΣ ΠΟΥ ΚΑΙΕΙ «ο Βάρναλης ξεσπαθώνει και βρίσκεται πρωτοπόρος στο προοδευτικό κίνημα»[21].

Αντίθετα από τις παραπάνω κρίσεις, οφείλουμε να σημειώσουμε ότι το ΦΩΣ ΠΟΥ ΚΑΙΕΙ δεν έκανε καθόλου καλή εντύπωση στον Καζαντζάκη αν και η πρώτη του επαφή με το έργο ήταν από τις βιβλιοκριτικές του ΝΟΥΜΑ. Σ’ ένα γράμμα του προς την τότε σύζυγό του και μεγάλη λογοτέχνιδα Γαλάτεια, ο Ν. Καζαντζάκης έγραφε[22]: «Cherie, τώρα λαβαίνω τις εφημερίδες με το ‘‘Νουμά’’. Ξεφυλλίζοντας το ‘‘Νουμά’’ είδα μια κριτική για κάποιο ‘‘Τανάλια’’. Δεν τολμώ να πιστέψω πως είναι ο Βάρναλης. Θα ‘ναι κανείς μαθητής καθυστερημένος του Παλαμά. Σκέψη, στίχος, ρητορεία- όλα Παλαμοφέρνουν. Αν πρόκειται για το Βάρναλη σε παρακαλώ θερμότατα στείλε μου το βιβλίο για να το διαβάσω με προσοχή. Θέλω ν’ αλλάξω γνώμη. Αφήνω τη σκέψη του (πόσο είναι ‘‘σοσιαλιστικά’’ πίσω δεν λέγεται), ο στίχος, η ποίηση, είναι ανάξια ρητορεία κι αφηρημένες έννοιες και κεφαλαία γράμματα». Φυσικά ο Καζαντζάκης δεν είχε δίκιο αλλά η γνώμη του, έστω και πρόχειρα διατυπωμένη, ως ιστορικό γεγονός έχει τη δική της ξεχωριστή βαρύτητα.

Το 1923, πάλι ως Δήμος Τανάλιας, ο Βάρναλης εκδίδει, επίσης, στην Αλεξάνδρεια έναν τόμο με τρία διηγήματα και με τον τίτλο «ο λαός των Μουνούχων». Το 1925 θα εκδώσει τη μελέτη «Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική» και το 1927 το ποιητικό έργο «Σκλάβοι πολιορκημένοι». Το ποιητικό του έργο μέσα σ’ αυτήν την πενταετία 1922- 1927, τόσο πολύ σφράγισε τη νεοελληνική γραμματεία που ήταν αδύνατο να το αγνοήσουν ακόμη και ακραιφνείς αντικομουνιστές κριτικοί της Λογοτεχνίας. Ένας τέτοιος, ο Ανδρέας Καραντώνης, που στα χρόνια του εμφυλίου πολέμου έγραφε κάτι ανόητα θεατρικά με πρωταγωνιστές ηγέτες του ΚΚΕ και του ΔΣΕ, γράφει για το ποιητικό έργο του Βάρναλη στην προαναφερόμενη πενταετία[23]: «Μέσα σ’ αυτή την πενταετία, δηλαδή ανάμεσα στα τριάντα οχτώ και σαράντα τρία χρόνια του, ο Βάρναλης διαμόρφωσε την εντελώς δική του προσωπικότητα σαν ‘‘πρωτότυπος’’ ή σαν ‘‘καινούργιου τύπου’’ ποιητής. Με το απόθεμα αυτό πήρε μια κορυφαία θέση στη νεοελληνική ποιητική μας παράδοση. Κι αν δεν θεωρήθηκε σαν ποιητής που ‘‘εγκαινιάζει μια νέα ποίηση’’, η ποίησή του εκτιμήθηκε σαν εμπλουτισμός της παράδοσης και πλούσια ενίσχυσή της με νέα θέματα, με νέες ιδέες».

Το 1931 ο Βάρναλης εξέδωσε την «Αληθινή Απολογία του Σωκράτη» για την οποία ο Παλαμάς του έγραψε[24]: «Με τα γραμμένα σου μου φαίνεται, πως δύο κλίκες ζεσταίνεις, εκείνους, που θέλουνε να σε αφορίσουν, κ’ εκείνους που ζητάνε να σε φιλήσουν. Είναι και μια τρίτη, που αισθάνεται και τα δύο διαβάζοντας σε, όσο κι αν τέτοιο αίσθημα μπερδεύει». Το 1938 εκδόθηκαν οι «Ζωντανοί άνθρωποι», το 1946 το «Ημερολόγιο της Πηνελόπης», το 1956 οι «Διχτάτορες» και η εκλογή από το μέχρι τότε ποιητικό έργο υπό τον γενικό τίτλο «Ποιητικά». Το 1958 βγήκαν σε δύο τόμους τα «Αισθητικά- κριτικά» και το 1959 ο ποιητής βραβεύεται στη Μόσχα με το βραβείο Λένιν για τους αγώνες και το έργο του υπέρ της Ειρήνης.

Το 1965 ο ποιητής εξέδωσε την ποιητική του συλλογή «Ελεύθερος Κόσμος» και το 1972 το θεατρικό του «Άτταλος ο Γ’». Μετά το θάνατό του (1975) εκδόθηκε η τελευταία του ποιητική συλλογή «Οργή Λαού», γραμμένη στα χρόνια τη χούντας, με αντιδικτατορικά ποιήματα, ενώ το 1980 εκδόθηκαν για πρώτη φορά σε βιβλίο του «Φιλολογικά Απομνημονεύματα» του και το 1985 εκδόθηκε η πρώτη του ποιητική συλλογή με τον γενικό τίτλο «Πυθμένες».

Ο Βάρναλης υπήρξε κορυφαίος φιλόλογος, από τους καλύτερους της εποχής του και έχει να παρουσιάσει ενδιαφέρον μεταφραστικό έργο. Συγκεκριμένα μετέφρασε τις κωμωδίες του Αριστοφάνη: Βάτραχοι, Εκκλησιάζουσες, Ιππείς, Ιππόλυτος, Λυσιστράτη, Πλούτος και Τρωαδίτισσες. Επίσης έχει μεταφράσει Μολιέρο, Πούσκιν κ.ά. Ένα χαρακτηριστικό στη ποιητική δουλειά του Βάρναλη είναι ότι ποτέ δεν άφηνε τα ποιήματά του, όπως τα είχε φτιάξει αρχικά. Συνεχώς τα ξαναεπεξεργαζόταν με αποτέλεσμα οι επανεκδόσεις τους να παρουσιάζουν αρκετές διαφορές από τις εκδόσεις που είχαν προηγηθεί. Έτσι αν κάποιος θέλει να μελετήσει το Βάρναλη οφείλει να αναζητήσει το έργο του σε όλες του τις εκδόσεις δεδομένου ότι 31 χρόνια μετά το θάνατό του δεν έχει υπάρξει μια έκδοση των απάντων του και οι επανεκδόσεις των έργων του δεν διακρίνονται από την φιλολογική πληρότητα που απαιτείται.

Αντί επιλόγου

Αν και απ’ όσα αναφέραμε είναι απολύτως σαφές, οφείλουμε να υπογραμμίζουμε ότι ο Βάρναλης υπήρξε Κομμουνιστής με διαρκή προσφορά και συμμετοχή στους αγώνες τις εργατικής τάξης. Το 1935 για παράδειγμα για τη δράση του εξορίστηκε στον Άη Στράτη και στη Μυτιλήνη[25], ενώ πάντοτε υπήρξε στο στόχαστρο της στρατευμένης αστικής διανόησης και των ιδεολογικών μηχανισμών του καθεστώτος. Η εργατική τάξη με το κόμμα της, το ΚΚΕ αντιμετώπιζαν τον ποιητή- στο μέτρο του δυνατού που επέτρεπαν οι εποχές-, με ιδιαίτερη αγάπη και φροντίδα. Ανάμεσα στα άλλα αξίζει να αναφέρουμε τούτο: Μετά την απελευθέρωση ο Βάρναλης δούλευε στο Ριζοσπάστη γεγονός που ναι με του εξασφάλιζε τα προς το ζην αλλά του δημιουργούσε εμπόδια και του στερούσε τον αναγκαίο χρόνο για να αφιερωθεί στην καλλιτεχνική του δημιουργία. Το γεγονός αυτό υπέπεσε στην αντίληψη του Ν. Ζαχαριάδη και αντιμετωπίστηκε αμέσως. Ο Ζαχαριάδης- γράφει ο Β. Γεωργίου στις αναμνήσεις του «εκτιμούσε αναμφισβήτητα την πνευματική δουλειά και δέχτηκε αμέσως την πρότασή μας να δοθεί στο Βάρναλη εξάμηνη πληρωμένη άδεια για να γράψει το ‘‘Ημερολόγιο της Πηνελόπης’’»[26]. Ο Αλέξης Πάρνης διηγείται κάπως αλλιώς αυτή την ιστορία- όπως την έχει ακούσει, ο ίδιος, από τον ηγέτη του ΚΚΕ. Ένα βράδυ, αργά, ο Ζαχαριάδης συνάντησε τον Βάρναλη στα γραφεία του Ριζοσπάστη. Κι αφού τον ρώτησε αν γράφει τίποτα και ο Ποιητής του ανέφερε για το «Ημερολόγιο της Πηνελόπης», την άλλη ημέρα ο ίδιος ο ηγέτης του Κόμματος πήγε στη συντακτική επιτροπή του Ριζοσπάστη και εισηγήθηκε 6μηνη άδεια μετά αποδοχών ώστε ο ποιητής απερίσπαστος να ολοκληρώσει το έργο του.

Ας επιστρέψουμε όμως εκεί απ’ που ξεκινήσαμε- στο θάνατο του μεγάλου ποιητή.

Όταν έγινε γνωστός ο θάνατος του Βάρναλη βαθιά συγκίνηση πλημμύρισε τις καρδιές των απλών ανθρώπων, των διανοούμενων, ακόμη και των πολιτικών του αντιπάλων. Παρά το γεγονός ότι ο ποιητής έφυγε πλήρης ημερών η απώλεια ήταν πραγματικά μεγάλη και δυσαναπλήρωτη. Τέτοιες μορφές δεν εμφανίζονται συχνά. «Όλη η Ελλάδα πενθεί τον κορυφαίο ποιητή της» έγραφε ο Ριζοσπάστης στις 17/12/1974.

Στο τηλεγράφημά της προς τη σύζυγο του Δώρα Μοάτσου- Βάρναλη και την κόρη του, η ΚΕ του ΚΚΕ έλεγε: «Εκφράζουμε τη βαθύτατη θλίψη μας και τα πιο ειλικρινή συλλυπητήρια μας για το χαμό του μεγάλου Βάρναλη. Με το αστραποβόλο ποιητικό έργο του και την ακλόνητη στάση του κατέκτησε επάξια τον τίτλο του Ποιητή του Λαού. Το έργο του θα μείνει αθάνατο».

Ανακοινώσεις εξέδωσαν επίσης η ΕΣΗΕΑ, οι οργανώσεις της Εθνικής Αντίστασης, η ΚΝΕ και άλλες νεολαιΐστικές οργανώσεις, η Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών, οργανώσεις της εργατικής τάξεις και άλλων λαϊκών στρωμάτων, άνθρωποι της τέχνης, των επιστημών και των γραμμάτων. Τη μέρα της κηδεία του και αργότερα, εκδηλώσεις αποχαιρετισμού οργανώθηκαν σε όλη τη χώρα αλλά και στο εξωτερικό. Όπου υπήρχαν Έλληνες.

Η κηδεία του Βάρναλη έγινε από το Α’ Νεκροταφείο στις 18 Δεκεμβρίου 1974, στις 4.30 μ.μ.. Ως την τελευταία του κατοικία τον συνόδεψε μια «ατέλειωτη πορεία λαού», σύμφωνα με το πρωτοσέλιδο του Ριζοσπάστη της επόμενης ημέρας. Εκεί η οικογένειά του, οι φίλοι του, κορυφαίοι λογοτέχνες, ο Γιάννης Ρίτσος, η ηγεσία του ΚΚΕ με επικεφαλής το Χαρίλαο Φλωράκη, εκπρόσωποι άλλων κομμάτων πλήθος προσωπικοτήτων. Τα πρόσωπα, η συγκίνηση, οι επικήδειοι λόγοι, το αποχαιρετιστήριο ποίημα που διάβασε για τον εκλιπόντα ο Ρίτσος, η λαοθάλασσα, οι παρόντες και κι ακόμη περισσότερο οι απόντες δεν άφηνα καμία αμφιβολία πως όλη η χώρα γονάτιζε ευλαβικά μπρος στο μεγάλο της νεκρό. Όμως η μεγαλύτερη τιμή γι’ αυτόν εκφράστηκε μ’ ένα μόνο σύνθημα τη στιγμή που οι χιλιάδες του λαού φώναζαν: «Είσαι οδηγητής για μας Ποιητή της εργατιάς». Όποιος έρχεται σ’ επαφή με το έργο του μπορεί χωρίς την παραμικρή δυσκολία να αντιληφθεί πόση αλήθεια κρύβουν αυτές οι λίγες λέξεις.

 


[1]Ριζοσπάστης 17/12/1974

[2] Ριζοσπάστης 6/12/1974

[3] Ριζοσπάστης 17/12/1974

[4] Κώστα Βάρναλη: «Ποιητικά», εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ, σελ. 9- 10

[5] Στην τιμητική έκδοση για τα πενηντάχρονα του έργου του, που πρωτοκυκλοφόρησε τον Απρίλη του 1957, ως έτος γέννησής του αναφέρεται το 1884. Στα Φιλολογικά του απομνημονεύματα οι επιμελητές της έκδοσης αναφέρουν ότι γεννήθηκε το 1883. Στο «Ατομικό Δελτίο Συντάκτου της ΕΣΗΕΑ ως έτος γεννήσεως αναφέρεται το 1881.

[6] Κώστας Βάρναλης: «Φιλολογικά απομνημονεύματα», εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ, σελ. 24- 25

[7] Ο Καρολίδης υπήρξε ο συνεχιστής της «Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους» του Κ. Παπαρηγόπουλου, ακραιφνής συντηρητικός και οπαδός των θεωριών περί προαιώνιας ύπαρξης του ελληνικού έθνους

[8] Κώστας Βάρναλης: «Φιλολογικά απομνημονεύματα», εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ, σελ. 56- 57

[9] Κώστας Βάρναλης, στο ίδιο, σελ. 169

[10] Κώστα Βάρναλη: «ΠΥΘΜΕΝΕΣ», Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ, 1985.

[11] Κώστα Βάρναλη: «Αισθητικά- Κριτικά», εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ, τόμος β’, σελ. 158

[12] Μάρκου Αυγέρη: «Κώστας Βάρναλης- Ο δάσκαλος του ποιητικού λόγου», ΑΥΓΗ 28/2/1954 και στη συλλογή του Μάρκου Αυγέρη «Κριτικά- Αισθητικά», εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή. σελ. 25

[13] Κώστα Βάρναλη: «ΚΗΡΗΘΡΕΣ», εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ, σελ. 11.

[14] Μ. Μ. Παπαϊωάννου: «Κώστας Βάρναλης- Μελέτες», εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, σελ., 20

[15] Γιάννη Κορδάτου: «Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας», εκδόσεις ΒΙΒΛΙΟΕΚΔΟΤΙΚΗ,. Αθήνα 1962, τόμος β’, σελ. 476- 477

[16] Μάρκου Αυγέρη: «Κώστας Βάρναλης- Ο δάσκαλος του ποιητικού λόγου», ΑΥΓΗ 28/2/1954 και στη συλλογή του Μάρκου Αυγέρη «Κριτικά- Αισθητικά», εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή. σελ. 27

[17] «Κώστας Βάρναλης- 10 Χρόνια από το θάνατό του», έκδοση του υπουργείου Πολιτισμού, σελ. 21.

[18] Κώστας Βάρναλης: «Φιλολογικά απομνημονεύματα», εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ, σελ. 283- 284

[19] Κώστα Βάρναλη: «Το φως που καίει», εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ, σελ. 8.

[20] Μ. Μ. Παπαϊωάννου, στο ίδιο, σελ. 32

[21] Γ. Κορδάτου: στο ίδιο, σελ. 478

[22] Νίκου Καζαντζάκη: «Επιστολές προς Γαλάτεια», εκδόσεις ΔΙΦΡΟΣ, σελ. 144

[23] Ανδρέα Καραντώνη: «Νεοελληνική Λογοτεχνία- Φυσιογνωμίες», εκδόσεις Παπαδήμα, τόμος Β’, σελ. 205

[24] Κ. Βάρναλη: «Πεζός λόγος», εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ, σελ. 13

[25] Για την εμπειρία του Βάρναλη στην εξορία βλέπε: Μπερτ Μπελτς: «Εξόριστοι στο Αιγαίο», εκδόσεις Φιλιστωρ, σελ. 110- 119

[26] Βάσου Γεωργίου: «Η ζωή μου», Αθήνα 1992, σελ. 467

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας