Εργατικός Αγώνας

Η ερμηνεία του ψυχισμού έξω από μαγείες

της Ρόζας Ιμβριώτη (*)

 

H ΣΗΜΕΡΙΝΗ ψυχολογία έπειτα από κάμποσα χρόνια θα μάς φαίνεται σαν αλχημία.

 

Στην ερμηνεία την υποκειμενική ιδεαλιστική του ψυχισμού αντιτάσσεται τώρα, στηριγμένη σε αντικειμενικές γερές βάσεις, ή ματεριαλιστική διαλεχτική ερμηνεία.

 

Η παλαιά ψυχολογία στηρίζεται και με τη σειρά της στηρίζει και δίνει μάλιστα καταφύγιο σε πολλές ιδεαλιστικές θεωρίες. Δογματίζει την ιδιοτυ­πία του ψυχισμού, σαν μιας σφαίρας από φαινόμενα καθαρά υποκειμενικά, πού «γινώσκονται» μόνο με την ενδο­σκόπηση. ’Έτσι προσφέρει και δέχεται πολλές ερμηνείες φαντασιοκοπικές και παίρνει και δίνει πλαίσια «a priori».

Η ιδεαλιστική φιλοσοφία χώριζε και χωρίζει τον άνθρωπο με φραγμούς αξεπέραστους από τη φύση. Κι όταν ζητεί να βρει μια ενότητά τους, δεν κάνει άλλο παρά να θέτει και τούς δυο όρους μέσα σέ μια πνευματικοποιημένη σφαίρα, να υψώνει και να πνευματικοποίει τη φύση όπως και τον άνθρωπο.

Έτσι ο Hegel ανάγοντας όλα στο πνεύμα, ανθρώπινη συνείδηση, ιστορία, φύση, μ’ όλο που είχε αναπτύξει με θαυμαστό τρόπο τη διαλεχτική μέθο­δο, μάταια προσπαθεί να βρει την ενότητα, δε μπορεί να συλλάβει την αντικειμενική πραγματική κίνηση, το ποιοτικό άλμα που φέρνει από τη φύ­ση στην ανθρώπινη συνείδηση, στην ανθρώπινη κοινωνία και πράξη, στην ανθρώπινη ιστορία. Δε μπορεί να συλλάβει την πραγματική σχέση που υπάρχει ανάμεσα στη φύση και στον άν­θρωπο, την ενότητά τους πού είναι διαλεχτική, με άλλα λόγια που είναι τόσο χωρισμός όσο και ένωση.

Ο μηχανικός πάλι ματεριαλισμός, ούτε αυτός κατορθώνει να βρει την πραγματικήδιαλεχτική ενότητα. Όχι μόνο ανάγει, άλλα και ταυτίζει το ανθρώπινο πνεύμα με την ωμή ύλη, το θεωρεί σαν μια μηχανική ή σαν μια απλή φυσικοχημική λειτουργία της, δεν έξηγεί τις ποιοτικές διαφορές ανάμεσα σ’ αυτά τα δυο, δε στρέφεται στην ε­νεργητικότητα του ανθρώπου, στην πράξη του, που από το ένα μέρος ορ­θώνεται απέναντι στη φύση, που επε­νεργεί πάνω της και την τροποποιεί, μα από το άλλο μπαίνει μέσα της και σχετίζεται μαζί της κι έτσι γίνεται ό διαλεχτικός κρίκος για μια ενότητά τους.

Ο διαλεχτικός ματεριαλισμός όμως προχωρώντας στον ουσιαστικό κρίκο, στην αντίφαση-μητέρα, ανακάλυψε την εργασία σα δημιουργό της αντικειμενικής ενότητας του ανθρώπου και της φύσης. Μιας ενότητας πού δε σημαίνει απορρόφηση του ενός όρου μέσα στον άλλο, παρά διαλεχτική ένωση, πάλη αντιθέτων δυνάμεων που μ’ αυτή ό άν­θρωπος, ύπαρξη φυσική, καταχτάει τη ζωή του. γίνεται κοινωνικός, συνειδη­τός, κύριος τής φύσης από όπου προ­έρχεται.

Ο διαλεχτικός ματεριαλισμός ξα­ναβρίσκει το δεσμό μεταξύ φύσης και ανθρώπου, την ενότητα του ανθρώπου και του κόσμου, ξαναδίνει νόημα στην «έλλογη ενεργητικότητα». Την ενεργητικότητα που μέσα στην πραχτική σφυρηλατείται, στην επαφή της με το πραγματικό, που χωρίς αυτό ή συνεί­δηση δεν είναι πια τίποτα.

Αυτή ή πραχτική διαφοροποιεί το πνεύμα, το καλλιεργεί και το υψώνει όσο το αναγκάζει να πηγαίνει ολοένα πιο μακρυά κι ολοένα πιο βαθιά στην κατανόηση του κόσμου (φύση – κοινω­νία) από όπου προέρχεται.

Είπανε, πως έτσι πεθαίνει η φιλο­σοφία. ‘Όμως η φιλοσοφία δεν πεθαί­νει, παρά πέθανε γιαπάντα η αξίωση πού είχαν οι φιλόσοφοι και πάνω από όλους  ο Hegel, να βγάλουν ολόκληρη την πραγματικότητα μέσα από το κε­φάλι τους.

Οι νέες βάσεις πού δίνει ή διαλεχτική αντίληψη βοηθούν στο ποιοτικό πέ­ρασμα από τις επιστήμες τής φύσης στις επιστήμες τής κοινωνίας και μά­λιστα στο ανώτερο πεδίο όπου πρόκειται να μελετηθεί ή ειδική πραγμα­τικότητα, η συνείδηση που δε μπορεί να «αναχθεί», να ταυτιστεί απόλυτα με καμιά άλλη μορφή ύπαρξης.

 

ΝΕΟΙ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ ΣΤΗΝ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ

Στο ίδιο αδιέξοδο έχει φτάσει κι η παλαιά ψυχολογία. Κατάντησαν αξιόλογοι ψυχολόγοι ν’ αποφεύγουν τα βα­σικά προβλήματα και να βλέπουν την επιστήμη τους σα μια σειρά από μικρές μικρές υπομονητικές προσπάθειες, από μικρές λεπτομερειακές αναζητήσεις, πού σιγά-σιγά θα φτάσουν, κι αν φτάσουν, στη μεγάλη υπόθεση, που σιγά σιγά ψάχνοντας θα βρουν τη σύνθεση!.. Ας θυμηθούμε εδώ την τεράστια έκταση και υπερβολική σημασία που δόθηκε στα tests !

Ήταν πια κοινή συνείδηση, ότι η ψυχολογία έπρεπε να βρει το δρόμο της, να γίνει επιστήμη θετική.

Σ’ αυτό βοήθησε η θεωρία τού Pa­vlovγια την ανώτερη νευρική λειτουρ­γία. Η θεωρία αυτή άνοιξε ορίζοντες κι έδωκε εφόδια να λυθεί το πρόβλημα τής συνείδησης. Γίνεται ένα γερό θεμέ­λιο, μια αντικειμενική βάση για να λύ­σει τα βασικά της προβλήματα η ψυ­χολογία.

Έντρομοι τώρα οι παλαιοί ψυχολόγοι φωνασκούν, πως μ’ αυτό τον τρόπο χάνεται η ψυχολογία, απορροφιέται μέσα στη φυσιολογία, έτσι παύ­ει να έχει δικό της αντικείμενο, δική της μέθοδο, γίνεται απλούστατα τμή­μα τής φυσιολογίας !

Μα όσο κι αν ο θόρυβος είναι εκκωφαντικός ή και αντίθετα, όσο και να τηρείται ένοχη σιωπή γύρω από το θέ­μα, η αλήθεια δε μπορεί να σκεπα­στεί. Από τις αντικειμενικές έρευνες βγαίνει ολοκάθαρα, ότι η επιστημονική ψυχολογία και δικό της αντικείμενο έχει και δικό της πεδίο έρευνας και δική της μέθοδο, χωρίς αυτό να σημαί­νει, ότι θ’ αποχωριστεί από τις άλλες επιστήμες που φωτίζουν το έργο της και τη βγάζουν από τις ιδεαλιστικές και μυστικές ερμηνείες και κυρίως από τις επιστήμες σαν τη φυσιολογία και τις ιστορικοκοινωνικές.

Ο ουσιαστικός προσανατολισμός της νέας ψυχολογίας είναι το επιστη­μονικό αντίκρυσμα του ψυχισμού, κι η εξεύρεση μιας μεθόδου αντικειμενικής. Πρέπει να λύσει τα προβλήματα: ποιες είναι οι σχέσεις του ανθρώπου και της φύσης, ποιες οι σχέσεις της συνείδησης (ατομικής) και της ύπαρξης της κοινωνικής. Για να λύσει επιστη­μονικά η ψυχολογία τα προβλήματα αυτά πρέπει να στηριχτεί στη θεωρία της ανώτερης νευρικής λειτουργίας και μαζί στη διαλεχτική ατράνταχτη αλή­θεια πού διδάσκει ότι : δεν είναι η συνείδηση του ανθρώπου που κανονί­ζει την ύπαρξή του, είναι αντίθετα η ύπαρξή του η κοινωνική πούκαθορί­ζει τη συνείδησή του», μόνο έτσι θα μπορέσει να ερμηνέψει το πρόβλημα τής ιδιοτυπίας των φαινομένων της συ­νείδησης. Μ’ ένα λόγο θα εξεύρει τη σχέση τού αντικειμενικού στοιχείου με το υποκειμενικό.

Ένα τέτοιο αντίκρυσμα θα ανασκευάσει χίλιες δυο θεωρίες, όπως λ.χ. ότι οι ψυχικές λειτουργίες είναι έκ­φραση της δήθεν βαθύτατης βιολογικής διαφοράς που υπάρχει ανάμεσα στους ανθρώπους διαφορετικής ράτσας, εθνότητας, τάξης κτλ.

 

ΤΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑΣ

Ο Smirnov καθορίζει το αντικεί­μενο της ψυχολογίας με τα ακόλουθα:

 

«Η ψυχολογία μελετάει τις ψυχικές λειτουργίες σαν αντανακλάσεις της πραγ­ματικότητας, σαν εικόνα υποκειμενική του αντικειμενικού κόσμου, που γεννιέ­ται μέσα στον εγκέφαλο του ανθρώπου κάτω από την επίδραση των αντικειμένων του πραγματικού κόσμου, που σχηματίζεται κατά την πορεία της ανθρώπινης ζωής, κατά την ενέργεια του ανθρώπου πάνω στον κόσμο, και που παίρ­νει την αντικειμενική της έκφραση στις διάφορες μορφές της ανθρώπινης δρά­σης».

 

Οι εξωτερικές όμως αυτές επιδρά­σεις, που δέχεται ο άνθρωπος από την πραγματικότητα, μορφώνουν τη δραστηριότητά του και σιγά – σιγά μορφώνουν την προσωπικότητά του.           

 

Παύει μ’ αυτή τη στροφή των 180° η ψυχολογία να ζητεί την αίτια των ψυχικών φαινομένων μέσα σ’ αυτά τα ίδια τα ψυχικά φαινόμενα.

 

Η παλαιά ψυχολογία θεωρεί σαν «δεδομένο» κάτι άυλο, ασώματο, την ψυχή, που είναι ο φορέας κι η αιτία της ψυχικής ζωής.

 

Η επιστημονική ψυχολογία δέχεται ότι ο ψυχισμός είναι μια από τις ιδιό­τητες της ύλης που φανερώνεται κατά την πορεία της εξέλιξης. Η ανόργανη ύλη δεν έχει αυτές τις ιδιότητες, ούτε αισθάνεται ούτε σκέπτεται. ‘Όμως και μέσα στον οργανικό κόσμο η ύλη δεν έχει όλες αυτές τις ικανότητες.

 

Ο Teplov γράφει :

«Ο ψυχισμός είναι μια ιδιότητα της κατά ιδιαίτερο τρόπο οργανωμένης ύλης. Στους ανθρώπους και στα ανώτερα ζώα είναι ο ψυχισμός μια ιδιότητα του εγκε­φάλου. Ο εγκέφαλος κι όχι μια ασώματη ψυχή είναι το όργανο της ψυχικής μας ζωής, ο φορέας όλων των ψυχικών λειτουργιών: τής αίσθησης, της γνώσης και τής βούλησης».

‘Ώστε ο ψυχισμός είναι μια ιδιαί­τερη ιδιότητα τής οργανωμένης ύλης. Αυτή η ιδιότητα συνίσταται στην απεικόνιση του πραγματικού κόσμου, κι οι αισθήσεις μας, οι αντιλήψεις μας, οι σκέψεις μας είναι υποκειμενικά απεικάσματα τού εξωτερικού κόσμου.

 

Η ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΟΥ ΨΥΧΙΣΜΟΥ

Ο Pavlov απόδειξε, ότι τα ψυχικά φαινόμενα στον άνθρωπο, όπως και στα ανώτερα ζώα, είναι μια ιδιότητα του εγκεφάλου, που είναι το όργανο του ψυχικού. Οι εργασίες του αποκάλυψαν τη φυσιολογική λειτουργία, που είναι η βάση της απεικόνισης του πραγματικού κόσμου στον εγκέφαλο του ανθρώπου και των ανώτερων ζώων.

Όμως, κι αυτό πρέπει πολύ να το προσέξουμε, ό άνθρωπος δεν αντιλαμβάνεται τον κόσμο παθητικά, αυτή η απεικόνιση δεν είναι όπως λ.χ. του προσώπου μας μέσα στον καθρέφτη, δηλ. απλή αντικατόπτριση, παρά τον συλλαβαίνει σιγά – σιγά κατά την πο­ρεία της πραχτικής του δραστηριότη­τας, όσο περισσότερο ενεργεί πάνω στη φύση κι όσο ενεργητικά δρα μέσα στους άλλους ανθρώπους.

Ώστε ο ψυχισμός παρουσιάστηκε σε μια ορισμένη βαθμίδα της εξέλιξης των ζώων. Κι ή συνείδηση του ανθρώπου είναι η ανώτερη βαθμίδα της ανάπτυξής του. Αποφασιστικό ρόλο για τη μετάβαση από τη μορφή του ψυχι­σμού που υπάρχει στα ανώτερα ζώα στην ανθρώπινη συνείδηση έπαιξε η εργασία.

«Η εργασία και μαζί ο λόγος είναι τα δυο σημαντικά κίνητρα που κάτω από την επίδρασή τους ο εγκέφαλος του ανώ­τερου ζώου αναπτύχθηκε κι έγινε ο εγ­κέφαλος του ανθρώπου».

Η εργασία ανάπτυξε την ανθρώπινη συνείδηση και μαζί κι από κοντά κι η γλώσσα. Ο λόγος είναι η δύναμη που βοήθησε τον άνθρωπο να ξεχωρίσει από τα ζώα, να αναπτύξει τη σκέψη του, να οργανώσει την κοινωνική παραγωγή, να παλαίψει έξυπνα με τις φυσικές δυ­νάμεις και να φτάσει στην εξέλιξη που έχει φτάσει σήμερα. Φυσικά ή συνεί­δηση του πρωτόγονου ανθρώπου ήταν ολότελα διαφορετική απ’ αυτό που εί­ναι σήμερα. Οι ιδιότητες που παρου­σιάζει σήμερα ο ψυχισμός του ανθρώπου δεν είναι βέβαια η πρωτόγονη, η αρχική ιδιότητα της ανθρώπινης φύσης.

Η συνείδηση του ανθρώπου δια­μορφώθηκε σιγά-σιγά ως τα σήμερα μέσα στην πορεία της ιστορικής εξέλιξης με βάση την εξέλιξη των κοινω­νικών συνθηκών τής ζωής. Αυτός ο μα­κρύς δρόμος τού ψυχισμού από την πρώτη εμφάνισή του ως τη συνείδηση του σημερινού ανθρώπου χωρίζεται σέ δύο στάδια: α) Στην πορεία που είχε η εξέλιξη του ψυχισμού στα ζώα και που καθορίζεται από τη βιολογική νο­μοτέλεια τής αλλαγής των κληρονο­μικών προδιαθέσεων και τής φυσικής επιλογής —απεδώ προετοιμάζεται η ανθρώπινη συνείδηση— και β) στην πορεία τής ιστορικής εξέλιξης της ανθρώπινης συνείδησης, που γι’ αυτήν οι ιστορικοκοινωνικοί νόμοι έχουν βασική σημασία.

 

ΟΙ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΖΩΗΣ Κ I Ο ΨΥΧΙΣΜΟΣ

Η εξέλιξη του ψυχικού κόσμου εί­ναι μέρος της γενικής εξέλιξης. Τα ζώα προσαρμόζονται στις αλλαγές του περιβάλλοντος όχι μόνο με τις αντίστοιχες αλλαγές της σωματικής δομής, μα ακόμα και με τις αντίστοιχες αλλαγές στους τρόπους συμπερι­φοράς.

Στη συμπεριφορά των ζώων μπο­ρούμε να διακρίνουμε δυο μορφές. Από τη μια μεριά μορφές συμπεριφοράς όπου κυριαρχούν οι κληρονομικοί μη­χανισμοί (τα ένστικτα), κι από την άλλη μεριά μορφές συμπεριφοράς που έχουν διαμορφωθεί κατά την ατομική πείρα των ζώων.

Οι φυσιολογικές βάσεις των ενστίκτων είναι τα άπλα ανακλαστικά. Η διάπλαση του νευρικού συστήματος κι η εξέλιξη των διάφορων μορφών συμ­περιφοράς καθορίζονται κατά πρώτο λόγο από τον τρόπο της ζωής. Η ψυ­χολογία λοιπόν θα μελετήσει και τις δυο μορφές. Η ψυχολογία πρώτα εί­ναι ανάγκη να μελετήσει καλά τις φυ­σιολογικές βάσεις του ψυχισμού. Πρω­ταρχική θα είναι η μελέτη των εγκεφαλικών μηχανισμών του ψυχισμού με βάση τη διδασκαλία του Pavlov για την ανώτερη νευρική λειτουργία. Η εξέλιξη του ψυχισμού συντελείται αδιάσπαστα ενωμένη με την εξέλιξη του υλικού του φορέα, που είναι το νευρι­κό σύστημα και ιδιαίτερα ο εγκέφαλος.

Η ψυχολογία από κοινού θα με­λετήσει τον κοινωνικό παράγοντα και το φυσιολογικό. Οι βασικοί νόμοι της ανώτερης νευρικής λειτουργίας που βρήκε ο Pavlov ισχύουν για όλους τους ανθρώπους. Όμως το περιεχό­μενο της ψυχικής ζωής του ανθρώπου καθορίζεται πρωταρχικά από την επίδραση των κοινωνικών συνθηκών μέσα στις όποιες ό άνθρωπος ζει και ενερ­γεί. Άμα αλλάξει ουσιαστικά η κοι­νωνική ζωή, αλλάζει επίσης και η ψυ­χική οντότητα του ανθρώπου, δηλ. το σύνολο από τις ιστορικά καθορισμέ­νες ιδιαιτερότητες: οι συνήθειες, τα συναισθήματα, οι σκέψεις. Η ιστορική εξέλιξη της συνείδησης δε γίνεται ομα­λά, στρωτά. Στην πορεία της εξέλιξης γίνεται πάλη, παλεύει το νέο με το παλιό, τα υπολείμματα που άφησε το παρελθόν με το σπόρο το νέο που θα δημιουργήσει το μέλλον. Είναι ανάγκη λοιπόν στις ψυχολογικές μας έρευνες να μην ξεχνούμε, ότι το πρωταρχικό είναι η ουσιαστική αλλαγή των κοινω­νικών συνθηκών των ανθρώπων και το δεύτερο, το παράγωγο, είναι η αλλαγή της συνείδησης.

 

Η ΑΝΩΤΕΡΗ ΨΥΧΙΚΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΚΙ Ο ΨΥΧΙΣΜΟΣ ([1])

Η επιστημονική ερμηνεία του ψυχι­σμού είναι αδύνατη, αν δε γνωρίζου­με τους νόμους της ανώτερης νευρικής λειτουργίας του εγκεφάλου και κυρίως του φλοιού. Ο Pavlov με τη μελέτη αυτών των νόμων μάς δίνει μια πραγ­ματική ερμηνεία των φυσιολογικών βά­σεων του ψυχισμού.

 

Τα αντικείμενα του εξωτερικού κό­σμου επιδρούν πάνω στα αισθητήρια όργανα και με το μέσο αυτών στον εγκέφαλο. Οι αντιδράσεις του εγκεφά­λου είναι ποικίλες. Και χάρη σ’ αυτές τις αντιδράσεις έχουμε τα ποικίλα αι­σθήματα, δηλ. τις εικόνες των εξωτερικών πραγμάτων στη συνείδηση, εικό­νες που εκπροσωπούν αυτά τα πράγ­ματα, που είναι τα «σήματά» τους. Η λειτουργία λοιπόν του εγκεφάλου και μάλιστα του φλοιού του είναι—σ’ αυτή την περίπτωση—αυτή η «σηματοδοτική ενέργεια», μια ενέργεια που χάρη σ’ αυτή γνωρίζουμε τα εξωτερικά πράγματα.

 

Η επιστήμη λοιπόν για να μελετή­σει τη συνείδηση, τον ψυχισμό, πρέπει να ερευνήσει από το ένα μέρος τους φυσιολογικούς μηχανισμούς της ανώτερης νευρικής λειτουργίας και από το άλλο μέρος την απεικόνιση των εξωτε­ρικών πραγμάτων στη συνείδηση, την «αντανάκλασή τους». Η μελέτη αυτών των δύο στοιχείων από τον Pavlov μάς δείχνει, πως οι διαδικασίες της ανώτερης νευρικής λειτουργίας, πως οι νόμοι που την κυβερνούν, δεν παρου­σιάζονται μόνο στον άνθρωπο αλλά και στα ζώα.

 

Όμως στον άνθρωπο υπάρχει και κάτι άλλο που τον κάνει να ξεχωρίζει από το ζώο, σ’ αυτόν εμφανίζεται ο λόγος, η γλώσσα, που δίνει μια βαθύ­τατη ποιοτική διαφορά στον ψυχισμό του.

 

Ο άνθρωπος, όταν έρχεται σε σχέ­ση με τον εξωτερικό κόσμο, δέχεται τους ερεθισμούς του κι αντιδρά σ’ αυτούς. Μα ακόμα ερεθισμούς δέχεται κι από τη γλώσσα, από τις λέξεις που δηλώνουν τα πράγματα. Κι αυτές, δηλ. οι λέξεις, είναι ερεθισμοί, είναι όπως και οι άλλοι που έρχονται από τα πράγματα κι ενεργούν στα αισθητήρια όργανα και στον εγκέφαλο. Κι οι λέ­ξεις σαν ερεθισμοί είναι πάλι «σήμα­τα». Όμως υπάρχει η ακόλουθη διαφο­ρά: Οι λέξεις μπορούν να ενεργούν κι όταν ακόμα λείπουν τα ίδια τα πράγ­ματα που δηλώνουν, που είναι τα σή­ματά τους, δηλ. τα ονόματα αντικατασταίνουν σ’ αυτή την περίπτωση τα πράγματα . Έτσι μπορούν να ενεργούν και χωρίς τα πράγματα να είναι παρόν­τα, κι επιτρέπουν εκείνο που ονομάζουμε αφαίρεση. Κι επειδή μια κι η ίδια λέξη μπορεί να δηλώνει όχι μόνο ένα ατομικό πράγμα, αλλά πολλά πού είναι ίδια (να είναι το κοινό σήμα τους), επιτρέπει και βοηθεί σε κείνο που ονομάζουμε γενίκευση. Η γλώσσα λοιπόν σαν ένα σύστημα λέξεων-σημάτων εί­ναι ένα σηματοδοτικό σύστημα κι αυτό είναι το δεύτερο, γιατί το πρώτο είναι το άλλο που είπαμε δηλ. το σύστη­μα των εικόνων των εξωτερικών πραγμάτων στη συνείδησή μας. Αυτό υπάρχει μόνο στον άνθρωπο κι όχι στα ζώα. Αυτό το σύστημα, η γλώσσα, είναι ένα στοιχείο που βοηθεί δημιουργικά στην ανάπτυξη της νόησης και γενικά του ψυχισμού.

Ο άνθρωπος που έρχεται σε σχέ­ση με τον εξωτερικό κόσμο μέσα στην καθημερινή του πράξη, μαζί με τους συνανθρώπους του, δηλ. ο κοινωνικός άνθρωπος, δέχεται ερεθισμούς από τον κόσμο αυτό κι αντιδρά με τις ενέργειές του πάνω σ’ αυτόν. Μέσα σ’ αυτή την πράξη χρησιμοποιεί και τη γλώσ­σα που του επιτρέπει την αφαίρεση και τη γενίκευση. Έτσι ανάπτυξε τη νόηση και τις άλλες ψυχικές λειτουρ­γίες.

Η νόηση μάς βοηθεί να γνωρίζουμε βαθύτερα τα εξωτερικά πράγματα, όχι μόνο τις άμεσες αισθητές ιδιότητές τους, όπως γίνεται με τα αισθήματα, Αλλά κι εκείνο που δεν είναι αμέσως αισθητό, να γνωρίζουμε τους γενικούς νόμους και να τους διατυπώνουμε με τη γλώσσα. Πράξη, γλώσσα και νόηση είναι αλληλένδετα, το καθένα επιδρά πάνω στο άλλο κι έτσι ο ανθρώπινος ψυχισμός αναπτύσσεται, φτάνει σ’ ένα βαθμό πού είναι ασύγκριτα ανώτερος και ποιοτικά διαφορετικός από εκείνο που έχει φτάσει ο ψυχισμός του ζώου. Η νόηση έχει νόμους καθορισμένους που την κυβερνούν και αυτοί οι νόμοι ιδιάζουν σε όλους τους ανθρώπους ανεξάρτητα, όπως είπαμε, από ράτσα, εθνότητα, τάξη κτλ. Ο ψυχισμός, ό­μως, η ανθρώπινη συνείδηση, αφού αντανακλά την πραγματικότητα, προσ­διορίζεται από συγκεκριμένες συνθήκες ιστορικές της ύπαρξης του αν­θρώπου, από την κατάστασή του την κοινωνική, από την τάξη που ανήκει.

Σύμφωνα μ’ όσα είπαμε, η νόηση, η συνείδηση γενικά είναι καρπός του εγκεφάλου κι ο εγκέφαλος είναι το όρ­γανό τους. Δε μπορούμε τούτο τον καρπό να τον χωρίσουμε από τον εγκέφαλο. Οι λειτουργίες του εγκεφάλου που γίνονται καθώς αυτός δέχεται τους εξωτερικούς ερεθισμούς κι αντενεργεί όχι παθητικά αλλά ενεργητικά σ’ αυτούς, δεν είναι μόνο φυσιολογικά φαι­νόμενα αλλά σύγχρονα και ψυχικά.

Έτσι οι φυσιολογικοί εγκεφαλικοί μηχανισμοί που δρουν όσο ο άνθρω­πος έρχεται σε σχέση με τον εξωτερι­κό κόσμο, όσο ένα υποκείμενο σχετί­ζεται με το εξωτερικό αντικείμενο, δη­μιουργούν μια ισορροπία ανάμεσα σ’ αυτούς τους δυο όρους, συντελούν να αρθεί η αντίθεση υποκειμένου και αν­τικειμένου, ο χωρισμός τους, και να γίνει ένα πλησίασμά τους, μια διαλεχτική ενότητα.

Η θέση λοιπόν της ιδεαλιστικής ψυχολογίας, ότι τα ψυχικά φαινόμενα είναι καθαρά υποκειμενικά και δεν «αν­τανακλούν» τον εξωτερικό κόσμο, ότι υπάρχουν σε μια ιδεατή σφαίρα άσχε­τη από την εξωτερική υλική πραγματι­κότητα, άσχετη κι από την υλική φυσιολογική βάση, δε στέκει. Τα ψυχικά φαινόμενα από το ένα μέρος είναι υ­ποκειμενικά κι από το άλλο αντικει­μενικά, είναι μια διαλεχτική ενότητα.

Σ’ αυτό το πρόβλημα, που θέλει να λύσει η επιστημονική ψυχολογία, δηλ. τη σχέση του υποκειμενικού και του αντικειμενικού στοιχείου, αναφερόμενος ο Ivanov Smolenski γράφει τα ακόλουθα:

«Η ψυχική λειτουργία αντανακλών­τας την αντικειμενική πραγματικότητα δεν είναι μόνο υποκειμενικά αισθητή, παρά βρίσκει την αντικειμενική της έκ­φραση στις διάφορες μορφές της εξω­τερικής δραστηριότητας και στις διά­φορες επιδράσεις τις ασκούμενες πάνω στη λειτουργία των εσωτερικών οργά­νων, πραγματοποιώντας μ’ αυτό τον τρόπο την ενότητα του υποκειμενικού στοιχείου με το αντικειμενικό».

Κι όπως διδάσκει ο Pavlov:

«Αυτή η ανώτερη λειτουργία του εγκεφάλου που την ονομάζουμε ψυχική ενέργεια, δίνει την ενότητα του υποκειμενικού και του αντικειμενικού».

***

Από όσα εκθέσαμε πολύ γενικά και σύντομα —το θέμα είναι απέραν­το— βγάζουμε μερικά συμπεράσματα για το ξαναχτίσιμο της ψυχολογίας πάνω σε επιστημονικές βάσεις.

  1. Σαν βασικές αρχές στις ψυχο­λογικές μας έρευνες θα είναι τα ακό­λουθα :
  2. Το πρόβλημα το ουσιαστικό εί­ναι οι σχέσεις της επιστημονικής ψυχο­λογίας με την ανώτερη νευρική λει­τουργία, το πρόβλημα της ιδιοτυπίας των φαινομένων της συνείδησης.

α) ‘Η ύλη είναι το πρώτο κι η συνεί­δηση ένα δεύτερο.

β) Ο εγκέφαλος είναι το όργανο της νόησης κι η νόηση είναι μια λει­τουργία του εγκεφάλου.

γ) Η συνείδηση κι η γλώσσα είναι οι καρποί της κοινωνικής εξέλιξης.

Πρέπει να εγκαταλειφτεί ο δρόμος του υποκειμενικού ιδεαλισμού που θε­ωρεί και ερμηνεύει το ψυχικό σαν κά­τι καθαρά υποκειμενικό, πρέπει επιστημονικά να αποδειχτεί η ενότητα των στοιχείων: υποκειμενικό – αντικειμενικό. Σύμφωνα με όσα εκθέσαμε η εξήγηση του υποκειμενικού που είναι το δεύτερο, που είναι ο καρπός, θα ξεκινάει από το αντικειμενικό, που εί­ναι το πρώτο σχετικά με τον ψυχισμό.

Κείνο που κατορθώθηκε ως τώρα είναι η πεποίθηση, ότι ο ψυχικός βίος υπόκειται σε νόμους κι από την άποψη αυτή η ψυχολογία μπορεί να γίνει θε­τική επιστήμη.

Στις γενικές γραμμές συμφωνούν όλοι όσοι ξεκίνησαν για το ξαναχτίσιμο της ψυχολογίας πάνω σε επιστημονικές βάσεις. Η προσπάθεια είναι ακόμα στην αρχή κι οι συζητήσεις κι οι παρανοήσεις είναι πολλές. Ιδιαίτερα υπάρχουν σοβαρές διαφωνίες στις συγ­κεκριμένες εφαρμογές ανάμεσα στους εκπροσώπους αυτής της κίνησης και κυρίως όταν «ξεχωρίζουν» τους διαφο­ρετικούς όρους που καθορίζουν τον ψυχισμό. Άλλοι τονίζουν περισσότερο τον κοινωνικό παράγοντα κι άλλοι πά­λι προσέχουν ιδιαίτερα την ανώτερη νευρική λειτουργία.

Νομίζω, πως την απάντηση τη δίνει ο Teplov που αναφερόμενος σ’ αυτές τις διαφωνίες κακίζει το χωρισμό που κάνουν ανάμεσα σ’ αυτούς τους δυο όρους. Δεν δέχεται πως μπορούν να υπάρξουν δυο ερμη­νείες για τον ψυχισμό:

«Μια ερμηνεία με τις κοινωνικές συνθήκες της ύπαρξης και μια ερμηνεία με τους φυσιολογικούς μηχανισμούς, τους νόμους της ανώτερης νευρικής λει­τουργίας. Στην πραγματικότητα, εδώ δεν πρόκειται για δυο διαφορετικές αιτίες παρά για δυο κρίκους μιας και τής αυτής λειτουργίας. Η επίδραση των κοι­νωνικών συνθηκών (συνθήκες υλικές τής ζωής και κοινωνικές ιδέες) πάνω στην ανθρώπινη συνείδηση είναι μια λειτουργία απόλυτα υλική, που συνίσταται στη δράση ορισμένων φυσικών ερε­θισμών πάνω στον ανθρώπινο εγκέφαλο με το μέσο των αισθητηρίων οργάνων».

* * *

Οι νέες αυτές προσπάθειες πρόσφεραν πάρα πολλά. Η θεωρία του Pav­lov ελευθερώνει σιγά – σιγά την ψυχο­λογία από όλα τα απομεινάρια των υποκειμενικών και ιδεαλιστικών θεω­ριών, δίνει εφόδια για να την ξαναχτί­σουμε πάνω σε βάσεις αντικειμενικές, επιστημονικές. Βοήθησε στο φωτισμό πολλών προβλημάτων στην Παιδαγω­γική, στην Ψυχολογία του παιδιού, στην Ιατρική, στην Τέχνη. Όμως μέ­νουν να λυθούν κάτω από το νέο φως ένα σωρό προβλήματα και στην πρώτη γραμμή το πρόβλημα της διαμόρφωσης της προσωπικότητας μέσα στις κοινω­νικές και ιστορικές συνθήκες της εκάστοτε πραγματικότητας.

«Με το διαλεχτικό ματεριαλισμό, γράφει ό Lafitte, με την παυλωφική θε­ωρία της ανώτερης νευρικής λειτουρ­γίας… πρέπει ν’ αγωνιστούμε για να οι­κοδομήσουμε τη ματεριαλιστική ψυχολογία».

Κατά τη γνώμη μας τη μόνη επιστημονική ψυχολογία.

 

 

(*) Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Επιθεώρηση Τέχνης», αρ. φυλ. 12, Δεκέμβριος 1955). Κρατήσαμε την ορθογραφία και το συντακτικό της εποχής.

 

Η Ρόζα Ιμβριώτη γεννήθηκε το 1898 στην Αθήνα. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και συνέχισε τις σπουδές της στο Βερολίνο και το Παρίσι.

Το 1924, ενώ εργαζόταν ως καθηγήτρια στο Μαράσλειο, κατηγορήθηκε για υλιστική διδασκαλία και η κατηγορία αυτή αποτέλεσε μία από τις αφορμές των Μαρασλειακών, που ουσιαστικά αποτέλεσαν επίθεση εναντίον του εκπαιδευτικού δημοτικισμού. Το  1934 έγινε η πρώτη γυναίκα γυμνασιάρχης

Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, η Ιμβριώτη πήρε μέρος στην Αντίσταση μέσα από τις γραμμές του ΕΑΜ. Συμμετείχε στη σύνταξη του εκπαιδευτικού προγράμματος της ΠΕΕΑ και στη συγγραφή του αναγνωστικού “Τ’ αετόπουλα”.

Λόγω των πολιτικών της φρονημάτων μεταπολεμικά υπέστη διώξεις και εξορίστηκε. Αργότερα έγινε στέλεχος της ΕΔΑ και το 1967 μέλος του ΚΚΕ.

Πέθανε το 1977 στην Αθήνα. Σύζυγός της υπήρξε ο μαρξιστής φιλόσοφος καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Γιάννης Ιμβριώτης.

Μαζί με τον Γληνό και τόσους άλλους, ανήκουν στη γενιά των αγωνιστών που στη συνείδηση του λαού ταύτισαν την έννοια του εκπαιδευτικού-παιδαγωγού με κείνη του μέλους και στελέχους του ΚΚΕ και, με τη δράση τους, έκαναν το κόμμα πρωτοπόρο στους αγώνες για την πνευματική και πολιτική χειραφέτηση της εργατικής τάξης. Δυστυχώς, στις μέρες μας αυτή η τεράστια αγωνιστική παράδοση έχει διαρρηχθεί καθώς η σημερινή ηγεσία του ΚΚΕ  διαπαιδαγωγεί το κόμμα να έχει ελάχιστους ως μηδενικούς δεσμούς με τους εργάτες του πνεύματος και του πολιτισμού.

 


[1] Για τους νόμους της ανώτερης νευρικής λειτουργίας και για τη σηματοδοτική ενέργεια μπορεί να κοιτάξει ο αναγνώστης στα ελληνικά:

α) Εισαγωγή στο έργο του Παυλώφ, μετάφραση Δήμου ’Ελευθερίου, ’Αθήνα 1953.

β) Μια σύντομη έκθεση στη μελέτη: Ρόζας Ιμβριώτη, Ανθρωπιστική Παιδεία, ’Αθήνα 1955.

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας